Αποτελεί σχεδόν νόμο, ότι όλα κάποια στιγμή κάνουν τον κύκλο τους. Το “τέλος” μιας εποχής βέβαια, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι βρήκε κάποιο “ταβάνι”. Ίσως μερικές φορές η τέχνη του να ξέρεις να αποχωρείς, να αποδεικνύεται αρκετά πιο σημαντική και από την ίδια σου την παρουσία. Πόσο μάλλον όταν πίσω σου φέρεις μια βαριά ιστορία, μια ξεχωριστή πορεία… Πόσο μάλλον όταν φέρεις το όνομα των Slayer.
Στις 22 Ιανουαρίου του 2018, μέσα από ένα βίντεο αναμνήσεων για την πορεία του συγκροτήματος, ανακοινώθηκε επίσημα η τελική περιοδεία τους με 147 εμφανίσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Η “Farewell Tour” των Slayer θα έμμελε να είναι ένας δικός τους τρόπος να ευχαριστήσουν το φανατικό τους κοινό, ίσως ένας ξεχωριστός τρόπος για να πουν το δικό τους τελικό αντίο.
Πάμε όμως να πάρουμε τα πράγματα λίγο περισσότερο από την αρχή…
Τα πρώτα χρόνια
Το συγκρότημα σχηματίστηκε το 1981 από τους Kerry King, Jeff Hanneman, Dave Lombardo και Tom Araya. Ο Kerry μπορεί να ήταν άριστος στα μαθηματικά, αλλά για καλή μας τύχη ανακάλυψε τα ποτά, το χέβι μέταλ και τις γυναίκες. Ο Jeff είχε ιδιαίτερες επιρροές από την οικογένεια του για την πολεμική ιστορία, και στα 17 του γνώρισε τον Kerry σε μια οντισιόν, όπου μαζί ξεκίνησαν να παίζουν διασκευές, σε τραγούδια των Iron Maiden και των Judas Priest.
Ο Dave Lombardo γεννήθηκε στην Κούβα και μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, ενώ από τα δέκα του χρόνια είχε εκδηλώσει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα τύμπανα, λαμβάνοντας μέρος σε σχολικούς διαγωνισμούς ταλέντων. O Tom Araya γεννήθηκε στη Χιλή εργαζόταν ως θεραπευτής για άτομα με αναπνευστικά προβλήματα, και από μικρή ηλικία ξεκίνησε με τον αδερφό του να παίζει μπάσο σε κομμάτια των Beatles και των Rolling Stones.
Ήταν το 1981 όταν ο Kerry ζήτησε από τον Τοm να γίνει μέλος του νέου του συγκροτήματος, μαζί με τους Dave και Jeff… και έτσι εγένετο Slayer.
Για τα επόμενα 37 χρόνια, το συγκρότημα θα είχε μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του: τους Slayer. Θα περνούσαν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες με διαμάχες, λογοκρισίες οι οποίες όμως δε στάθηκαν ποτέ εμπόδιο στην Slaytanic πορεία τους. Ίσως γιατί όπως είπαμε, έφτασαν στο σημείο να τελειοποιήσουν το να μην τους καίγεται “καρφί”, για τη γνώμη του κόσμου γύρω τους.
Το Δεκέμβριο του 1983 το ντεμπούτο άλμπουμ τους “Show No Mercy” έγινε πραγματικότητα μέσω της Metal Blade Records, έπειτα από δική τους χρηματοδότηση με οικονομίες του Araya και δανεικά από τον πατέρα του Kerry. Το συγκεκριμένο άμπουμ θα έμμελε να γίνει ένα από τα πιο επιτυχημένα της εταιρείας, πουλώντας πάνω από 30.000 αντίτυπα, παγκοσμίως.
Παρόλο που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν κάνει αρκετές εμφανίσεις δεν είχαν φύγει ποτέ εκτός συνόρων για περιοδεία.
Ήταν το φθινόπωρο του 1984 όπου θα αποφάσιζαν να πάρουν τους δρόμους για την προώθηση του άλμπουμ τους χωρίς λεφτά, χωρίς μάνατζερ, μόνοι και έρημοι με ένα μικρό trailer που τραβούσε η ταλαιπωρημένη Chevy Camaro, του Araya.
Κοιμόντουσαν σε υπόγεια και αποθήκες, ενώ ακόμα και σήμερα αναρωτιούνται πως επιβίωσαν από εκείνη την εποχή. Από τα πρώτα τους λαιβ προσπάθησαν να αποκτήσουν μια αποκρυφιστική ταυτότητα με ανάποδους σταυρούς, πεντάλφες και έντονο μακιγιάζ. Ταυτότητα που θα διατηρούσαν, μέχρι και το τέλος της καριέρας τους.
Τον Αύγουστο του 1984 κυκλοφόρησαν το EP “Haunting the Chapel”, και τον Σεπτέμβριο του 1985 το “Hell Awaits” με μια πολύ πιο ώριμη εικόνα, σε σχέση με ότι είχαν παρουσιάσει στο παρελθόν.
Η Δόξα και η αναγνώριση
Και ενώ το Hell Awaits σύστησε ένα πιο σκοτεινό και σατανικό ήχο στο προφίλ του συγκροτήματος, ήταν η Def Jam Records που τους πρότεινε ένα νέο συμβόλαιο, το οποίο θα είχε σαν αποτέλεσμα το 1986 την ηχογράφηση του “Reign in Blood”. Η Columbia Records που ήταν υπεύθυνη για την διανομή των δίσκων της Def Jam έπαθε “κοινωνικό κοκομπλόκο” όταν είδε το εξώφυλλο και τη θεματολογία των τραγουδιών, οπότε τον “βαρύ ανάποδο σταυρό” της κυκλοφορίας ανέλαβε η Geffen και τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά… από το Billboard στην απονομή χρυσού δίσκου το 1992.
Στις αρχές του 1988 ηχογράφησαν το “South of Heaven” σε χαμηλότερους ρυθμούς απ’ ότι το Reign in Blood, και ήταν το δεύτερο άλμπουμ τους που θα γινόταν χρυσό, ενώ στο ίδιο μοτίβο θα ερχόταν τον Οκτώβριο του 1990 το “Seasons in the Abyss”.
Τον Σεπτέμβριο του 1990, κατά τη διάρκεια της περιοδεία τους ηχογραφήθηκε το “Decade of Aggression – Live”, ενώ εκείνη την περίοδο ήταν το πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ “Clash of the Titans”, μαζί με τους Megadeth, Suicidal Tendencies και Testament.
Η αναγνώριση και η επιτυχία ήταν γεγονός, αλλά το ίδιο όμως και οι εσωτερικές διαμάχες…
Φεύγω για μένα να νιώσω καλά… αλλά θα ξανάρθω
Το Νοέμβριο του 1986 και αφού είχαν ξεκινήσει τον Οκτώβριο την περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ, ο Dave αποχώρησε απογοητευμένος από τις οικονομικές του απολαβές. Αντικαταστάτης του θα ήταν ο Tony Scaglione των Whiplash, μέχρι που το 1987 ο Dave θα επέστρεφε, έως ότου να τους εγκατελείψει για δεύτερη φορά το Μάιο του 1992. Αυτή τη φορά θα τον αντικαταστούσε ο Paul Bostaph, μέχρι και το Δεκέμβριο του 2001 οπου μετά την αποχώρηση του Paul εξαιτίας ενός προβλήματος στον αγκώνα, θα τον αντικαταστούσε και πάλι ο Dave. Το χω πάθει και εγώ με σχέση αυτό, δεν κρίνω.
Οι ψίθυροι δεξιά και αριστερά έχουν διατυπώσει διάφορες θεωρίες σχετικά με τις αποχωρήσεις του. Ήταν το οικονομικό; Ήταν το οικογενειακό, ή υπήρχε ξεκάθαρα μια εσωτερική διαμάχη;
O Araya έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι έκαναν ότι μπορούσαν μετά την αποχώρηση του Paul για να κάνουν τον Dave να υπογράψει ξανά συμβόλαιο με το συγκρότημα, αλλά όλες οι προσπάθειες τους πέσαν στο κενό. Επίσης εμμέσως πλην σαφώς κατηγόρησε τον Dave ότι έβαλε με τις “πομπές” του το συγκρότημα στα λάθος φώτα της δημοσιότητας, καθώς στην προσπάθεια τους να τον πείσουν “να τα αφήσουν” όλα πίσω και να προχωρήσουν μπροστά, με την άρνηση του δημιουργούσε ένα αρνητικό κουτσομπολιό, που σίγουρα ήταν το τελευταίο που είχαν ανάγκη στα μάτια του κοινού.
Ο Paul τους Bostaph-ηκε όσο κανείς
Ο Paul Bostaph βρέθηκε 2 φορές στο συγκρότημα, αρχικά από το 1992 έως το 2001 και από το 2013 έως το 2019.
Όταν η θέση του Dave έμεινε κενή, τα υπόλοιπα μέλη ξεκίνησαν τις οντισιόν για τον “επάξιο” αντικαταστάτη του. Ο Bostaph είχε προταθεί από ένα φίλο του Kerry, και αρχικά ήταν λίγο διστακτικοί στο πως θα μπορούσε να ταιριάξει στο ύφος του συγκροτήματος. Η οντισιόν έγινε με 9 κομμάτια, και το λάθος έγινε μόνο σε ένα.
Συμμετείχε στην ηχογράφιση τεσσάρων άλμπουμ, και το 2013 οι Slayer ανακοίνωσαν επίσημα την επιστροφή του, η οποία επισφραγίστηκε με την ηχογράφιση του τελευταίου άλμπουμ “Repentless”, όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος της πρόσφατης περιοδείας τους.
Ανά διαστήματα έχει δώσει κάποιες συνεντεύξεις μεταξύ των οποίων έχει αναφέρει ότι τον έχουν “κουράσει” λίγο οι εκδοχές του Lombardo, όσον αφορά τις συνεισφορές του καθενός στο συγκρότημα… Ποιός τις είχε καλύτερες τις “μπαγκέτες” τελικά;
Η επιτυχία που δε σταμάτησε ποτέ
Το “Divine Intervention” κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1994, και ήταν ο πρώτος δίσκος των Slayer με τον Bostaph στα τύμπανα. Ένα άλμπουμ για το οποίο ο Kerry King δήλωσε μετά από χρόνια, ότι θα έπρεπε να είχαν δώσει μεγαλύτερη προσοχή στην μίξη του δίσκου.
Το άλμπουμ έφτασε στην 8η θέση του US Billboard 200 και στην 15 θέση του UK Albums Chart, πουλώντας 93.000 αντίτυπα από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, ενώ έγινε χρυσό σε Αμερική και Καναδά.
Τον Οκτώβριο του 1995 κυκλοφόρησαν την Live βιντεοκασέτα Live Intrusion και τον Μάιο του 1996 το άλμπουμ “Undisputed Attitude” σε punk / hardcore διασκευές, μαζί με ένα νέο τραγούδι, το Gemini και δύο punk τραγούδια που είχε γράψει ο Hanneman, το 1984 και το 1985 στο project του Pap Smear.
Τον Ιούνιο του 1998 κυκλοφόρησαν το δίσκο με πιο σκοτεινό εξώφυλλο, και για πρώτη φορά με τελείως διαφορετικό λογότυπο. Ο δίσκος είχε μια πιο hardcore προσέγγιση στα κομμάτια, κάτι το οποίο ξένισε αρκετούς οπαδούς του συγκροτήματος. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, ήταν η μέρα που όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι άλλαξε τον κόσμο με την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους. Οι Slayer κυκλοφόρησαν το “God Hate Us All” με εξώφυλλο (την βίβλο με αίματα και καρφιά καρφωμένα) το οποίο λογοκρίθηκε σε πολλές χώρες και με τον αρχικό τίτλο του άλμπουμ να αλλάζει ύστερα από πρόταση του Araya από “Soundtrack to the Apocalypse” σε “God Hates Us All”. Την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, ο δίσκος πούλησε 51.000 αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανεβαίνοντας στο #28 του Billboard. Επίσης, ανέβηκε στο Top-10 του Καναδά και της Γερμανίας, όπως και το #31 στη Μεγάλη Βρετανία.
Το συγκρότημα βρισκόταν πάντα σε μια διαρκή εξέλιξη. Το φθινόπωρο του 2003 έκαναν την περιοδεία Still Reigning με τον δίσκο Reign In Blood. Έπειτα από περιοδείες το 2004 και το 2005 κυκλοφόρησαν το άλμπουμ “Christ Illusion” και στα τέλη Οκτωβρίου του 2006 εκδόθηκε το βίντεο για το τραγούδι Eyes of the Insane, το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα ένα βραβείο Grammy.
Τον Ιανουάριο του 2009 έκαναν την εμφάνιση τους σαν πρώτο όνομα στο Mayhem Festival και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, κυκλοφόρησαν το δέκατο άλμπουμ τους με τίτλο “World Painted Blood”. Οι περιοδείες δεν σταματούσαν στιγμή, και οι εμφανίσεις του ήταν πάντα δίπλα στην “αφρόκρεμα” των ονομάτων όπως Metallica, Megadeth και Anthrax.
Τον Οκτώβριο του 2011, ήταν μια ανακεφαλαίωση της καριέρας τους καθώς γιόρτασαν τα 25 χρόνια από την κυκλοφορία του Reign In Blood. Το συγκρότημα είχε δηλώσει ότι σκόπευε να κυκλοφορήσει ένα νέο δίσκο μέσα στο 2013. Δυστυχώς όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια…
Ο θάνατος του Jeff Hanneman
Τον Νοέμβριο του 2011 ο Lombardo, είχε ανάφερει σε ένα ποστ ότι είχαν ξεκινήσει να δουλεύουν πάνω σε καινούρια κομμάτια. Όλοι είχαν θεωρήσει ότι αυτό σήμαινε “αυτόματα” ότι η υγεία του Jeff είχε καλυτερεύσει.
Στις 2 Μαϊου του 2013 ο Hanneman πέθανε από κίρρωση του ύπατος, σε ένα τοπικό νοσοκομείο. Ο Kerry δήλωσε λίγο αργότερα ότι “ο Jeff θα βρίσκεται για πάρα πολύ καιρό στις σκέψεις όλων, και πως μερικά πράγματα στη ζωή είναι αναπόφευκτα”. Ανέφερε παρόλα αυτά ότι το συγκρότημα θα συνέχιζε την πορεία του, και πως το πνεύμα του Jeff θα βρισκόταν για πάντα μαζί τους.
Θεώρησαν ότι μετά από 30 χρόνια ενεργής παρουσίας του Jeff στους Slayer, ότι θα ήταν σαν να έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή και σίγουρα ο “φόβος” του πως θα το έπαιρνε το κοινό, αποτελούσε ένα μεγάλο ρίσκο για εκείνους.
H μετά – Hanneman εποχή και το Repentless
Το 2015 το συγκρότημα ανακοίνωσε το συμβόλαιο του με την Nuclear Blast, και μαζί τα σχέδια του για την ηχογράφηση ενός νέου άλμπουμ μέσα στο ίδιο έτος.
Ο κιθαρίστας των Exodus, Gary Holt που είχε ξαναβρεθεί στους Slayer το 2011 σαν μέλος της περιοδείας τους, θα έμμελε το 2013 να γίνει ο επίσημος αντικαταστάτης του Hanneman.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2015, κυκλοφόρησε το δωδέκατο άλμπουμ του συγκροτήματος Repentless, το οποίο τους κράτησε σε περιοδεία για τα επόμενα 2,5 χρόνια με ονόματα όπως Anthrax, Kvelertak, Testament και Carcass.
Στις 22 Ιανουαρίου του 2018 λοιπόν, όπως ανέφερα και στην αρχή ανακοινώθηκε η Farewell Tour και έτσι λίγο πολύ φτάσαμε στο σήμερα της ιστορίας μας. Το Δεκέμβριο του 2018 ο Holt εξαιτίας της απώλειας του πατέρα του, ανακοίνωσε ότι δε θα μπορούσε να συμμετέχει στην Eυρωπαϊκή τους περιοδεία, και έτσι η θέση του δόθηκε στον Phil Demmel.
Τον Μάρτιο δε του 2020, ο Kerry δήλωσε ότι θα συνεχίσει να παίζει μουσική και χωρίς τους Slayer, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι δεν έχει υπογράψει και κανένα “ιδιαίτερο” συμβόλαιο με κανένα, άρα κοινώς θα κάνει ότι θέλει, στην καράφλα του, τους έχει γραμμένους εξάλλου.
Το Slaytanic συμπέρασμα
Οι Slayer παρόλες τις δυσκολίες και τις εσωτερικές ανατροπές κατάφεραν να διατηρήσουν την εικόνα τους και θεωρούνται ένα από τα πιο σημαντικά συγκροτήματα, στην ιστορία του χέβι μέταλ.
Τα νεώτερα συγκροτήματα και το φανατικό τους κοινό πίνουν νερό στο όνομα τους, ενώ τους έχουν κάνει “εικόνισμα” για όλες τις επόμενες γενεές. Οι Slipknot, οι Cannibal Corpse, οι Behemoth, οι Lamb Of God, οι Pantera, οι Sepultura και πολλοί άλλοι έχουν δηλώσει ότι δεν θα υπήρχαν καν, χωρίς τους Slayer.
Άρα που καταλήγουμε; Ότι σημασία έχει πως θες να σε θυμούνται και στο παράδειγμα των Slayer, ίσως η τελευταία τους περιοδεία να αποδεικνύει ακριβώς αυτό.
Σίγουρα το αντίο του Araya επάνω στη σκηνή μπορεί να πόνεσε κόσμο και ντουνιά, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε μερικά πράγματα σημασία έχει να ξέρεις να αποχωρείς, ίσως λίγο πριν χαλάσει η “μαγιά” της συνταγής, λίγο πριν αρχίσει επίσημα η κάτω βόλτα. Τώρα αν θα υπάρξει ποτέ συνέχεια, αλήθεια μόνο ένας “διάολος” το ξέρει…
Χρύσα Αντωνιάδη
Εύγε! Μόνο μια διόρθωση πρότεινα προσωπικά, εκεί που αναφέρεται το Christ Illusion, είναι στο “κεφάλαιο” του Bostaph. Μια απλή αναφορά έστω και σε παρένθεση δεν θα ήταν άσχημη). Απλά για να δίνουμε τα σωστά credits. Πέραν αυτής της ελάχιστης και μικρής λεπτομέρειας, πάρα πολύ ωραίο κείμενο. Εύγε και πάλι!
Άλλο ένα πάρα πολύ όμορφο άρθρο !!!
Συγχαρητήρια Χρύσα για την καταπληκτική δουλειά !!
Πολυ ωραία δουλειά θα ελεγα το πιο καλογραμενο κείμενο που απόλαυσα να διαβάζω ως αφιερωμα τοσο ωραιο και περιεκτικό.Η ιστορια τους φυσικα μπορει να γράφεται και αναλύεται χωρίς τελειωμό λατρεύουμε SLAYER,οσο για την αποχαιρετηστηρια περιοδεία τι να πω το βλεμα του ARAYΑ χαραχθηκε στο μυαλο μου οπως και η συναυλία που παρευρεθηκα στην ΣΤΟΥΤΓΚΆΡΔΗ οποια και ηταν η τελευταία επι Ευρωπαικου εδαφους.ΜΠΡΑΒΟ ΧΡΥΣΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
Μπράβο Χρύσα πολύ όμορφο κείμενο!
Απιστευτο αφιερωμα και ολο αναμνησεις…τους ακολουθω 25 χρονια και δεν θα αφησω ποτε τη μουσικη τους