Χρονολογία: 2021
Συνολική Διάρκεια: 62:12
Εταιρεία: Season Of Mist
Από τις βασικές αρχές του Φρόϋντ αποτελεί η νοητική σύγκρουση, η σύγκρουση δυο ετερόκλητών δυνάμεων, του συνειδητού και του ασυνείδητου με την απογοήτευση κατά την κατάσταση της ματαίωσης όταν οι προσδοκίες δεν τυγχάνουν ευόδωσης. Εκεί τοπογραφείται η προσωπικότητα και ελέγχεται κατά πόσο η ψυχή επηρεάζεται συνειδητά από το υποσυνείδητο στο οποίο κρύβονται όλα όσα ο άνθρωπος φοβάται να παραδεχτεί, συνέπεια και του ντετερμινισμού, ότι έκαστο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο παρά συνδέεται με κάποιο τρόπο με τα υπόλοιπα. Ο Φρόυντ μίλησε επίσης και για το ένστικτο της ζωής και τις γενετήσιες ορμές του έρωτα και του θανάτου, ένα θέμα το οποίο διαπραγματεύεται ο Tamas Katai στο δέκατο άλμπουμ των THY CATAFALQUE που ακολουθεί το εντυπωσιακό « Naiv» του 2020.
Για όσους λοιπόν ακολουθούν τους THY CATAFALQUE από την αρχή (εγώ θα πω τη αμαρτία μου πως όχι, διότι για εντελώς ηλίθιο λόγο τους σνόμπαρα και ξεκίνησα να τους παρακολουθώ επισταμένα από το «Roka Hasa Radio κι έπειτα) μία είναι η κυρίαρχη λέξη που πρωτίστως έρχεται στο μυαλό τους (μας). «Εξέλιξη». Αυτό θα έπρεπε να περιμένουμε και τώρα, όταν «έσκασε» την άνοιξη το πρώτο single του δίσκου, το «Piros-Sarga», κόκκινο κίτρινο στα Ουγγρικά, ακολουθώντας τα παραδοσιακά φολκ πατήματα του «Naiv». Μια σύνθεση που θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στο «Naiv» έχοντας ως βάση το προοδευτικό ροκ αλλά με απανωτά στρώματα που δημιουργεί η χρήση πλείστων πνευστών όπως το σαξόφωνο, η τρομπέτα, η ντουντούκα και το τρομπόνι δημιουργώντας ένα βουκολικό σκηνικό για να εξελιχτεί σε μια διονυσιακή μυστήρια γιορτή. Το δεύτερο όμως που ακολούθησε το «Szarvas» ήταν αυτό που με ξετίναξε κυριολεκτικά. Μια electro εισαγωγή με αυξανόμενη, προοδευτική ένταση σε ένα μαυρομεταλικό ξέσπασμα που με γράπωσε από το λαιμό, συνεχίζοντας πάλι ηλεκτρονικά προσθέτοντας αυτή τη φορά gothic κιθαριστικά riffs και βιομηχανοποιημένο φωνητικό στρώμα με έντονο το υπόστρωμα των TYPE O NEGATIVE, με ένα σύντομο, λυτρωτικό solo. Η δε συνέχεια όμως ήταν ανήμπορο να τη φανταστώ.
Με τις πρώτες νότες του «Koszontsd a Hajnalt» οι folk πινελιές έγιναν καμβάς για να μεγαλουργήσουν τα αιθέρια φωνητικά της Martina Horvath και οι γκάιντες του Andrei Oltean σε μια σύνθεση εικονολατρική με την έννοια του ζηλωτή της παράδοσης. Ένα πολύ έντονα συναισθηματικά φορτισμένο τραγούδι, απότοκο των Ουγγρικών μοιρολογιών, με μια new age παύση ανανέωσης στο μέσον του και ένα καταληκτικό σχεδόν θρηνητικό τελείωμα με το χαρακτηριστικό ήχο του redpipe (ένα είδος ηεκτρονικής πίπιζας) που μόνο αυτό μπορεί να μεταδώσει τέτοιου είδους συναισθήματα, παρ’ όλη την προοδευτική ανατολικοευρωπαική τρέλα που συγχέεται συχνά με τη βαλκανική. Είχα πολύ καιρό να συγκινηθώ τόσο πολύ από ένα τραγούδι το οποίο πρώτα απ’ όλα κατάφερε να μου μεταδώσει εικόνες.
Από τα βασικά πλεονεκτήματα του δίσκου είναι το στοιχείο της συνεχούς έκπληξης και της διαρκής εκγρήγορσης του ακροατή, με τις εκπλήξεις να διαδέχονται η μία την άλλη, βρίσκοντας συνέχεια κάτι το συναρπαστικό σε κάθε γωνιά, σε κάθε στροφή όπως για παράδειγμα στο «Gomboc» όπου ακόμη δεν έχω καταλάβει πως από τις βαριές κιθάρες των NEVERMORE βρέθηκα σε ένα dance ορχηστρικό καλπασμό πάνω στο άτι των ORBITAL και των MORGOTH του «Feel Sorry for the Fanatic» ή στο επόμενο « Az Energiamegmaradas torvenye” όταν η έκδηλη αγάπη του Tamas για το Bay Area Thrash Metal και δη τους SLAYER λοξοδρομεί λίγο προς τους EXODUS καταλαγιάζει λίγο με κάποια spoken σημεία και εντέλει ηρεμεί και χάνεται όπως το δειλινό πίσω από τον ορίζοντα.
Η μαυρομεταλική αύρα συνεχίζει να υπάρχει και στο «Molo» εμπλουτισμένη με μια tech death προοδευτικότητα που καταλήγει σε έναν αστρικό περίπατο εφάμιλλο αυτού που μας έδωσαν οι έτεροι σκαπανείς του avant garde , οι HAIL SPIRIT NOIR με τιε επικείμενες synthwave αναζητήσεις τους με σαφείς τις αναφορές στον Jean Michel Jarre και τον Vangelis. Οι αστικές διαδρομές όπως μας τις όρισαν οι ULVER στο «Perdition City» βρίσκουν στο «A Kupolvaros Titka» την ολοκλήρωσή τους με το σαξόφωνο να οριοθετεί μιαν αδιόρατη γραμμή ανάμεσα στην urban αισθητική και το πέρας της αναζήτησης ίσως και καταδίωξης και την απόδραση από το «κλείνον» άστυ. Η μουσική ιδιοφυία του Tamas δεν εξαντλείται εδώ, καθώς στο μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι, το 12λεπτο ομώνυμο, οι λέξεις της μεταμόρφωσης, τα κλασσικά μεταλλικά ριφφς δίνουν τη θέση τους σε μια αίσθηση ορθοδοξίας με τα σάπια φωνητικά του Tamas να κυριαρχούν στο πρώτο μέρος για να έρθει το όσο κλασσικό τόσο και τσιγγάνικο βιολί να βοηθήσει το σαξόφωνο και μαζί με τα υπέροχα φωνητικά της Martina Horvath να σηκώσουν τη σύνθεση. Βλέποντας το ο Tamas δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος και συμμετέχοντας τόσο με τα σκισμένα φωνητικά όσο και με τις βαριές κιθάρες , με την επιβλητικότητα που δίνουν τα έγχορδα, τους βαρείς τονισμούς δίνει κυριολεκτικά μια απίστευτη ώθηση και απογειώνει το τραγούδι σε δυσθεώρατα ύψη.
Η γκρίζα παγωνιά (Zuzmara) έρχεται να απαλύνει τις όποιες εντάσεις που προυπήρξαν, να υπάρξει μια ομαλή μετάβαση στη νύχτα που έρχεται και να μας πει πάλι η Horvath να κρύψουμε αυτή τη λευκοφαιά παγωνιά κάτω από την καρδιά μας όπως το ίδιο πράττει και αυτή σαν μας βρεί το πρωινό το παγωμένο πούσι. Τι πιο λυτρωτικό, ονειρικό τελείωμα του αριστουργήματος που προηγήθηκε.
Οι THY CATAFALQUE με το «Vadak» έθεσαν πολύ ψηλά τον μουσικό πήχη. Ο Tamas με το τεράστιο μουσικό IQ προσπαθεί χωρίς κολλήματα κι αγκυλώσεις να μας κοινωνήσει τα ακούσματά του σεβόμενος πάντα τον εαυτό του σαν μεγάλος καλλιτέχνης, αναμιγνύοντας black, folk, dance electro, thrash ,avant garde, με κάποιες επικές (ΟΧΙ το επικό των MANOWAR, αλλά την επική διήγηση τύπου Kalevala) με πλούσιες κι υπέροχες ενορχηστρώσεις. Οι μελωδίες και τα μουσικά θέματα αν και μπορεί να θυμίζουν από κάτι, εντούτοις περνούν μέσα από ένα πρίσμα προσωπικής αντίληψης κι ακόρεστης δίψας για δημιουργία. Η χρήση αποκλειστικά της Ουγγρικής γλώσσας γίνεται φαντάζομαι λόγω ευκολίας του δημιουργού να περάσει σε λόγια τις σκέψεις του, καθιστώντας το δύσκολο εγχείρημα για τον περιστασιακό κι εύκαιρο ακροατή, αποζημιώνει όμως πλουσιοπάροχα όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί με τους στίχους. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσω τις φίλες μου Jessica και Laura που στάθηκαν αρωγοί μου στο να μπορέσω να μπώ στο πνεύμα της θεματολογίας των στίχων. Το μόνο κάπως μελανό σημείο είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη η κιθαριστική δουλειά η οποία «φωνάζει» από μακριά ότι χρειάζεται και πάλι τη συνδρομή του πάλαι ποτέ συνοδοιπόρου Janos Juhasz , αν και νομίζω ότι «ψήνεται» η επιστροφή του.
Όση προσπάθεια και να γίνει για να βρεθεί παρόμοια περίπτωση αστείρευτης καλλιτεχνικής ποιότητας και ρουτίνας κυκλοφορίας εξαίρετων δίσκων δύσκολο να βρεθεί κάποιο είδωλο.. Οι THY CATAFALQUE κατάφεραν επίσης κάτι πολύ σημαντικό απο τη δική μου οπτική πλευρά. Κατάφεραν να προσεγγίσουν και ένα πιο συντηρητικό μεταλλικό κοινό το οποίο δεν αρέσκεται σε πειραματισμούς και αναμίξεις, αλλά παρόλα αυτά παραμερίζει λίγο το «χατζήδικο» υπόβαθρό του για να δώσει και μια ευκαιρία σε κάτι νεωτεριστικό. Επέστρεψαν με ένα άλμπουμ το οποίο όχι μόνο καταφέρνει να ξεχειλώσει τα όποια όρια υπάρχουν, αλλά να τα υπερκεράσει και να τα καταστήσει άχρηστα. Η βαθμολογία είναι μικρή, γιατί βλέπω ότι οι THY CATAFALQUE δεν σταματούν εδώ αλλά θα συνεχίσουν και παραπέρα και ίσως ξεπεράσουν το εξελισσόμενο σε magnum opus «Vadak» , ένα άλμπουμ σίγουρα στο top 10 της χρονιάς. Φίλε Tamas, συνέχισε να μας γλεντάς και να σου λέμε κι ευχαριστώ!
Βαθμολογία: 8.5/10
Συντάκτης: Δήμος Καραδήμος
Διαδικτυακός Σύνδεσμος: THY CATAFALQUE – Σελίδα Facebook