The Crow (1994): Vengeance From The Grave…

You are currently viewing The Crow (1994): Vengeance From The Grave…

When God, disgusted with man, 
Turned towards heaven. 
And man, disgusted with God, 
Turned towards Eve, 
Things looked like falling apart. 
But Crow … Crow 
Crow nailed them together, 
Nailing Heaven and earth together
[…]

Ted Hughes, Crow blacker than ever (1970)

Το The Crow (1994) του Alex Proyas είναι ένα φιλμ πιο 90’s από τα 90’s… έχει μέσα του το μοναχικό vibe της δεκαετίας που ακολούθησε το πνεύμα “all together now” των 80’s. Έχει αυτή τη μελαγχολία, την αμφιθυμία και την ταχύτητα, την διάθεση για περιπλάνηση και την κρίση ταυτότητας της δεκαετίας του 1990  σε κάθε του σκηνή. Το The Crow είναι ένα εφηβικό αγαπημένο και προσωπικά, το φιλμ του heavy metal soundtrack των νεανικών μου χρόνων. Και εξαιτίας της προκατειλημμένης μνήμης μου που το βάζει ανάμεσα στις σπουδαιότερες ταινίες δράσης που έχουν γυριστεί ποτέ, με κάθισα στον καναπέ και το ξαναείδα περίπου 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία του στο σινεμά. Αναρωτιέστε αν γέρασε καλά;

Η πλοκή

Την ιστορία (όπως και τον τραγικό θάνατο του Brandon Lee κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων) την θυμόμουν καλά. Η ταινία ξεκινάει με το Devil’s Night στο Detroit και η κάμερα πλανιέται πάνω από ετοιμόρροπες στέγες και φλόγες ενώ την ίδια στιγμή ακούμε μια σύνοψη του τι πρόκειται να συμβεί με τη φωνή της μικρής Sarah (Rochelle Davis):

“People once believed, that when someone dies,
a Crow carries their soul to the land of the dead.
But sometimes, something so bad happens that a
terrible sadness is carried with it, and the soul can’t rest.
And sometimes,
just sometimes,
The crow can bring that soul back
to put the wrong things right.”

Εν τω μεταξύ γράφοντας ανακάλυψα πως το Devil’s Night είναι κάτι όντως υπαρκτό. Οι ρίζες του πηγαίνουν πίσω στη δεκαετία του ’40, αλλά πραγματικά άρχισε να παίρνει τα πάνω του από το 1970 και μετά ενώ συνέχισε να μεγαλώνει με ένταση μέσα στα 90’s όταν τη συγκεκριμένη νύχτα, εγκλήματα και βανδαλισμοί σημειώνονταν σε ολόκληρη την Αμερική. Το Devil’s Night που δεν είναι παρά η νύχτα της προηγουμένης του Halloween, γενικά συνδέεται περισσότερο με το Detroit, όπου εκατοντάδες εμπρησμοί έφταναν να καταλήγουν σε τεράστιες πυρκαγιές σε ολόκληρη την πόλη. Μετά από μια ιδιαίτερα κακή Devil’s Night το 1994, οι αρχές της πόλης σκαρφίστηκαν για την ίδια μέρα ένα νέο, επίσημο αυτή τη φορά event με την ονομασία Angel’s Night κατά το οποίο ολόκληρη η κοινότητα δραστηριοποιούνταν για την αποτροπή κάθε βίας. Από τότε το Devil’s Night διαρκώς μειωνόταν σε συμμετοχή και ένταση μέχρι που σήμερα, δεν είναι παρά όπως μια καθημερινή για τις πυροσβεστικές δυνάμεις του Detroit…

Πίσω λοιπόν στις «καλές εποχές» του Devil’s Night στην ταινία μας και αμέσως μετά από την ποιητική αφήγηση της Sarah, οδηγούμαστε στη σκηνή ενός εγκλήματος: Ο πρώην ντετέκτιβ Albright (Ernie Hudson) βρίσκεται εν υπηρεσία εκεί όπου η νεαρή Shelly Webster (Sofia Shinas) παλεύει για τη ζωή της μετά από μια βίαιη διάρρηξη στο σπίτι της κι έξι ορόφους κάτω από το σπασμένο παράθυρο του διαμερίσματος, ο φίλος της Eric Draven (Brandon Lee) κείτεται νεκρός. Με ένα cut μεταφερόμαστε ένα χρόνο μετά σε ένα νεκροταφείο όπου η μικρή Sarah αφήνει μερικά λουλούδια στους τάφους της Shelly και του Eric. Καθώς ετοιμάζεται να φύγει, παρατηρεί ένα κοράκι πάνω στην ταφόπλακα του Eric κι αμέσως μετά την αναχώρησή της ο Eric ανασταίνεται κι επιστρέφει στον κόσμο για να εκδικηθεί για το θάνατο του ίδιου και της Shelly (The Corvid review).

Και αυτό είναι όλο. Δεν έχει καμία ανατρεπτική πλοκή, δεν υπάρχει ούτε σε βάθος ανάπτυξη των χαρακτήρων ούτε καταπληκτικές ερμηνείες. Υπάρχει μια τυπική μορφή σεναρίου που ξεκινά με την έκθεση της βασικής σύγκρουσης, οδεύει προς την ανάπτυξη της δράσης προς μια κορύφωση που την ακολουθεί ένα diminuendo ενέργειας και η κάθαρση που οδηγεί προς το φινάλε. Κι όμως, ο σχεδόν μεσήλικας εαυτός μου διασκέδασε την ταινία όσο κι ο κάποτε έφηβος. Ποιο είναι, λοιπόν, το δόλωμα; Για ποιο λόγο το The Crow θεωρείται από κριτικούς και κοινό ως ένα «κλασσικό» φιλμ; 

Ας ξεκινήσουμε από τη φόρμα. Τα πάντα γύρω απ΄ το φιλμ αναφέρονται σε δυο αισθητικές πηγές: Στα comics και στο noir. Όσον αφορά στο πρώτο, είναι αναμενόμενο. Το The Crow κυκλοφόρησε αρχικά ως σειρά comic με εναρκτήριο έτος το 1989. Ο δημιουργός του, James O’Barr, ήταν άνθρωπος με σκληρή παιδική ηλικία, μεγαλωμένος στο κρατικό σύστημα φροντίδας για ορφανά παιδιά. Μετά το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του, Beverly, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο O’Barr κατατάχθηκε στο στρατό ως επαγγελματίας και με αυτή του την ιδιότητα μετανάστευσε στο Βερολίνο. Εκεί το 1981, διαβάζοντας στην εφημερίδα για τη δολοφονία ενός ζευγαριού με αφορμή ένα δαχτυλίδι αρραβώνων αξίας 20 δολαρίων, εμπνεύστηκε την ιστορία κι άρχισε να δουλεύει πάνω στο comic προσπαθώντας μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας να διαχειριστεί την προσωπική του απώλεια.

Υπάρχει πολλή από την αλήθεια του O’Barr μέσα στο The Crow και δυστυχώς ελάχιστο πόνο κατάφερε να απαλύνει με την τέχνη του. Μετά από όλη την επιτυχία που είχε το ίδιο το comic, ένα metal συγκρότημα ονόματι Trust Obey κυκλοφόρησε το 1993 το δίσκο Fear and Bullets: Music to Accompany The Crow και το φιλμ για το οποίο συζητάμε κυκλοφορεί ένα χρόνο αργότερα. Παρά την επιτυχία, ο O’Barr σε μια συνέντευξη που δίνει μετά την κυκλοφορία της ταινίας σημειώνει σχολιάζοντας τη διαδικασία δημιουργίας του comic: «Καθώς σχεδίαζα την κάθε σελίδα, με έκανε όλο και πιο αυτοκαταστροφικό αν μη τί άλλο… Υπάρχει αγνός θυμός μέσα σε κάθε σελίδα» (The Crow bonus DVD Collector’s Edition).

Σχετικά με την επιρροή του film noir, το The Crow επαναφέρει τα σημαινόμενα του είδους μέσα ένα context γεμάτο από Cyberpunk και Gothic αναφορές. Διασχίζει με άνεση τα όρια μεταξύ διαφορετικών genres και αισθητικών (πράγμα που ούτως ή άλλως έκανε το noir από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του) συμπεριλαμβάνοντας ταυτόχρονα στοιχεία διαφόρων εκ των πιο «επιφανών» κατηγοριών της pop culture των mid 90’s, όπως οι ταινίες δράσης και οι ταινίες με υπέρ-ήρωες που βασίζονται στα comics. Κάτω όμως από αυτή την εξωτερική επιφάνεια των σημαινομένων και των αναφορών σε άλλα είδη, γεγονός που προφανώς βοηθά το The Crow να φτάσει εμπορικά το εφηβικό κοινό στο οποίο και βασικά απευθύνεται, μπορούμε να διακρίνουμε τις σαφείς noir αναφορές, τα μοτίβα, τα θέματα και την αφηγηματική δομή του genre (A. Macpherson, Neo-noir for the ‘90s: Alex Proyas’ The Crow). Ειδικά το μοτίβο του film noir, το να καθρεφτίζει δηλαδή κυριολεκτικά και μεταφορικά την σκοτεινή μας πραγματικότητα προκειμένου να τη δαμάσει, είναι πανταχού παρόν στο φιλμ και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Telotte: «Στο βαθμό που ατενίζουμε σταθερά αυτές τις σκοτεινές εικόνες, οι ατομικές και (συλλογικές) πολιτισμικές δυνάμεις τίθενται υπό έλεγχο, η χαοτική τους δυναμική περιορίζεται από την απόλυτη επιβολή της διήγησης» (J.P. Telotte, Voices in the Dark: The Narrative Patterns in Film Noir Chicago).

Ο χαμένος χαρακτήρας της ιστορίας

Στο comic εμφανίζεται ένας χαρακτήρας που δεν τον βλέπουμε στην ταινία παρότι αρχικά είχε συμπεριληφθεί στο cast, ο επονομαζόμενος Scull Cowboy. Ο Scull Cowboy εξυπηρετούσε τη δράση ως ο απόκοσμος οδηγός για τον αναστημένο μας εκδικητή, έχοντας υπ’ ευθύνη του την έκθεση μεγάλου μέρους της ιστορίας στον θεατή. Τον ρόλο είχε πάρει ο Michael Berryman [One Flew Over the Cuckoo’s Nest (1975), The Hills Have Eyes (1977), Penny Dreadful (2006)κλπ.]. Δυστυχώς μετά τον τραγικό θάνατο του Brandon Lee κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, έγινε νέο μοντάζ που συμπλήρωνε τις σκηνές που εμφανιζόταν ο Lee με τεχνολογία CGI. Σε αυτό το μοντάζ που ήταν και το τελικό πριν την κυκλοφορία της ταινίας ο Proyas αποφάσισε να μην συμπεριλάβει τον Scull Cowboy.

Κανονικά ο καουμπόης μας ακολουθεί τον Eric καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής του, θυμίζοντάς του διαρκώς πως επέστρεψε στον κόσμο των ζωντανών για να πάρει εκδίκηση για τη δολοφονία του και πως δεν πρέπει να ανακατεύεται με οποιαδήποτε άλλη υπόθεση των ζωντανών, αλλιώς θα υποστεί τις συνέπειες. Ο απών χαρακτήρας καλύπτει πολλές νοηματικές τρύπες που είναι απελπιστικά παρούσες για κάθε προσεκτικό θεατή στην τελική version του φιλμ.

Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της μάχης με τον Funboy, o Eric τραυματίζεται στο χέρι με ένα ξυράφι και ματώνει. Σε εκείνο το σημείο ο Scull Cowboy παρεμβαίνει κι εξηγεί πως αυτό συνέβη επειδή ο Eric ξεστράτισε από την αποστολή του όταν χρησιμοποίησε τις δυνάμεις του για να βοηθήσει την Darla, τη μητέρα της μικρής Sarah, να αποβάλει από τον οργανισμό της τη μορφίνη. Αυτό που μοιάζει με μαύρο γάντι ή μαύρος επίδεσμος που βλέπουμε στο χέρι του Eric από το σημείο μετά τη μάχη με τον Funboy μέχρι το τέλος της ταινίας, είναι μαύρη μονωτική ταινία που ο ήρωας μας χρησιμοποίησε για να καλύψει την εν λόγω πληγή.

Πριν την δραματική κορύφωση της ιστορίας, ο Scull Cowboy θα προειδοποιούσε τον Eric ότι αν παρέμβει για να σώσει τη νεαρή Sarah θα ήταν καταραμένος να τριγυρνά για πάντα στον κόσμο των ζωντανών, χωρίς ποτέ να μπορέσει να επανενωθεί με την αγαπημένη του Shelly. Συνεπώς πριν το τελικό μοντάζ είχαμε ένα τελείως διαφορετικό φινάλε, πολύ πιο σκοτεινό με τον πρωταγωνιστή μας να έρχεται αντιμέτωπος με τις τραγικές συνέπειες των πράξεών του και την σκληρή τιμωρία του για την επιλογή του να νοιαστεί για κάποιον άλλο.

Ο πραγματικός υπέρ-ήρωας είναι το κοράκι και ο άνθρωπος

Στο φιλμ είναι ο Eric Draven αυτός που απεικονίζεται ως ο υπέρ-ήρωας. Ειδικά μετά την απαλοιφή του Scull Cowboy, οι υπεράνθρωπες δυνάμεις του Eric τονίζονται ακόμη περισσότερο από την πλοκή και οι αδυναμίες του αφήνονται σχεδόν να υπονοηθούν. Θα έλεγα ωστόσο πως μάλλον πρέπει να ψάξουμε την υπερ-ηρωική μορφή σε έναν νοητό συνδυασμό του κορακιού και του ανθρώπου. Το κοράκι (ο μόνος «χαρακτήρας» που είναι σταθερός καθ’ όλη τη σειρά των comics, των ταινιών και της τηλεοπτικής σειράς),  απεικονίζει τον φορέα της απόκοσμης ισχύος που επαναφέρει τους νεκρούς στη ζωή και συμπεριφέρεται ταυτόχρονα ως οδηγός και συνεργάτης του Eric.

Το κοράκι ως σύμβολο θανάτου και καταστροφής εμφανίζεται σε πολλά λογοτεχνικά κείμενα της Αγγλοσαξονικής παράδοσης τόσο πίσω όσο το Beowulf (το πιο παλιό χειρόγραφο που σώζεται χρονολογείται ανάμεσα στα 975 και 1025 π.Χ.). Ένας στίχος από το επικό αυτό ποίημα αναφέρει «… αλλά το μαύρο κοράκι, στέκει ανυπόμονο για τους καταδικασμένους, καθώς περιμένει να διηγηθεί πολλά στον αετό για τις επιτυχίες του στη βρώση, όταν μαζί με τον λύκο, θα ορμήσουν στα πτώματα».

Αλλά είναι η προσέγγιση του Carl Jung και η θεωρία του για τη σκιά που θα μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για να εξηγήσουμε την τόσο επιτυχημένη συσχέτιση του πουλιού με τον ήρωά μας και τις σκοτεινές του παρορμήσεις, μια συσχέτιση που τελικά τον ολοκληρώνει.

Ο Jung αναφέρεται στο σκοτεινό ασυνείδητο μέσα σε κάθε άνθρωπο, το οποίο κυβερνάται από πρωταρχικές επιθυμίες ονομάζοντάς το «η σκιά»: το μέρος εκείνο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο οι περισσότεροι από μας αποφεύγουν επιλέγοντας να κάνουν πως δεν υπάρχει, παρότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής μας. Κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος στον έναν ή στον άλλο βαθμό για την παραπάνω διαδικασία απώθησης κι εξαιτίας της η σκιά έχει γίνει κομμάτι του συλλογικού μας ασυνειδήτου και ως τέτοιο έχει συμβολοποιηθεί μέσω του μύθου. Στη δυτική παράδοση το κοράκι συμβολίζει την εκδίκηση, τον θάνατο, την καταστροφή, αλλά επίσης, την σκοτεινή ενόραση, την ισχύ και τη μαντική ικανότητα (K.E. Bukowick, Truth and Symbolism: Mythological Perspectives of the Wolf and Crow).

Αλλά είναι η ανθρώπινη φύση που ο Eric αντιπροσωπεύει ως χαρακτήρας, η οποία αντιπαρατίθεται και την ίδια στιγμή συνενώνεται με το απόκοσμο συμπληρώνοντάς το. Και στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης βρίσκουμε τη μάχη ενάντια στον πεπερασμένο χρόνο. Αντίθετα με το κοράκι που εμφανίζεται πέρα από τον χρόνο, ως η αιώνια δύναμη της δικαιοσύνης και της εκδίκησης, ο πρωταγωνιστής μας ενεργοποιείται από τη μνήμη. Κι όπως γράφει ο Αριστοτέλης στο Περί μνήμης κι αναμνήσεως η μνήμη συσχετίζεται αιτιολογικά σχεδόν  με τον χρόνο:

«Μνήμη όμως του παρόντος πράγματος εν τω παρόντι χρόνω δεν υπάρχει, ως είπομεν, αλλ’ υπάρχει αίσθησις του παρόντος, ελπίς του μέλλοντος, και μνήμη του παρελθόντος. Διότι πάσα μνήμη συνοδεύεται από (της αντιλήψεως) του χρόνου».

Το θέμα του πεπερασμένου χρόνου συσχετίζεται πολλαπλώς με την πλοκή. Ο πρόωρος θάνατος του Eric και της Shelly, η διάρρηξη που ως flashback επανέρχεται σαν φιλμ μέσα στο φιλμ, ο περιορισμένος χρόνος της μεταθανάτιας ζωής του Eric που διαρκεί τόσο όσο η δίψα του για εκδίκηση.

Ο πρωταγωνιστής μας άλλωστε ενεργοποιείται στη δράση από τις αναμνήσεις του με απόλυτη επίγνωση της παρούσης κατάστασής του και του πεπερασμένου μέλλοντός του. Δεν είναι παντοδύναμος ούτε αθάνατος. Μοιάζει με τραγικό ήρωα με την αρχαιοελληνική έννοια. Τον βλέπουμε συχνά κατά τη διάρκεια της ταινίας να αναμιμνήσκεται κι αυτό είναι το τραγικότερο όλων όσων του συμβαίνουν. Δεν θυμάται απλά τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατο του ίδιου και της Shelly, αντλεί από όλα όσα ένιωσε και ανα-συνθέτει τον εαυτό του από τον πόνο κάθε φορά. Κατά κάποιον τρόπο ξαναζεί το παρελθόν και μη μπορώντας να συνδεθεί με την πραγματική Shelly, συνεχώς επανενώνεται με ένα αποτύπωμα που υπάρχει στη μνήμη του.

Ο Eric βιώνει το παρόν του ως δίκοπο μαχαίρι που κόβει κάθε στιγμή προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Αποδεχόμενοι βέβαια το γεγονός ότι μόνο το παρόν συμφύεται με την πραγματική ζωή, αναγνωρίζουμε πως κάθε ανάμνηση μπορεί μόνο να υποβοηθήσει το παρόν και ποτέ δεν μπορεί να γίνει σφετεριστής του (Κ. Παπαγιώργης, Περί μνήμης). Επίσης, κάθε πράξη στο παρόν καθορίζει το μέλλον και γι’ αυτό η απόφαση του Eric να σώσει τη Sarah και να αποδεχθεί την τιμωρία του να μείνει για πάντα μακριά από τη Shelly θα ήταν ένα φινάλε πολύ πιο ταιριαστό στον χαρακτήρα και την πλοκή μας. Αντ’ αυτού, ο Proyas μας δίνει την teenager-friendly version ενός μάλλον ασυνεπούς happy end, κρίμα…

Το soundtrack

To soundtrack του The Crow, κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1994 από την Atlantic Records και περιλάμβανε μέσα στα 14 tracks του μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας: Τους Cure, οι οποίοι συνέθεσαν το κομμάτι Burn αποκλειστικά για την ταινία, τους Rage Against the Machine, τους Stone Temple Pilots, τους Nine Inch Nails (που διασκευάζουν Joy Division), τους Pantera, τους Violent Femmes και άλλους.

Είναι αξιοσημείωτο το ότι soundtrack περιλάμβανε κομμάτια των Cure και των Joy Division καθώς αναφορές και στις δύο μπάντες υπάρχουν από την εποχή του πρώτου comic. Ο O’Barr υπήρξε μεγάλος fun των δυο συγκροτημάτων και κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του The Crow, αναπαρήγαγε τους στίχους του τραγουδιού The Hanging Garden των Cure σε ένα ολοσέλιδο καθώς επίσης ορισμένα κεφάλαια του comic τιτλοφορούνται από κομμάτια των Joy Division (για παράδειγμα Atmosphere ή Atrocity Exhibition…).

Φτάνοντας στην κορυφή του Top 200, το άλμπουμ έχει πουλήσει πάνω από 3,8 εκατομμύρια αντίτυπα τις ΗΠΑ και έχει ανακηρυχθεί τρεις φορές πλατινένιο από την RIAA.

Η υπόλοιπη μουσική του film που δεν συμπεριλαμβάνεται στο soundtrack κυκλοφόρησε ως The Crow: Original Motion Picture Score κι επρόκειτο κυρίως για ορχηστρικά θέματα με ορισμένα ηλεκτρονικά και κιθαριστικά στοιχεία που συνέθεσε ο Graeme Revell (Wikipedia, The Crow: Original Motion Picture Soundtrack).

Συνοψίζοντας…

Το The Crow (1994) είναι μια κλασική ταινία δράσης που δανείζεται στοιχεία από το Cyberpunk αλλά που ταυτόχρονα εισάγει τη δική της dark αισθητική με αρκετό γοτθικό ρομαντισμό. Είναι καλοφτιαγμένο, έχει ένα «καταραμένο» background να την ακολουθεί κι έχει καθορίσει μια εποχή. Το comic είναι ένα έργο τέχνης με πραγματική δύναμη που βασίζεται πάνω σε μια πραγματική προσωπική τραγωδία και η πλοκή του προτείνει ενδιαφέροντα θέματα για περισυλλογή καθώς κανείς περνά από το comic στο φιλμ και πίσω στο comic. Θεωρώ πως η ταινία μας έχει «γεράσει» καλά κι ακόμα κι αν ορισμένα από τα εφέ της είναι πλέον εντελώς ξεπερασμένα, η ατμόσφαιρα που αποπνέει μαγνητίζει ακόμη και σήμερα τον θεατή. Ετυμηγορία: ε, οπωσδήποτε «a must see»…

Γιάννης Τζιάλλας
Διαδικτυακός Σύνδεσμος: Γιάννης Τζιάλλας – Επίσημη Σελίδα

This Post Has 6 Comments

  1. Φανουρης

    Αγαπημένη ταινία. Τι να πούμε άλλο? Συγχαρητήρια για την δουλειά σου Γιάννη, πολλά μπράβο..

  2. Vassiliki Pantazi

    Από τις πολύ αγαπημένες ταινίες!!!!!
    Εξαιρετικη δουλειά, ευχάριστουμε παρά πολύ!!!!

  3. Nikos M

    Φανταστική ταινία μ υπέροχο soundtrack!! Φοβερό άρθρο με εκπληκτική παρουσίαση της ταινίας από τον Γιαννη. Συγχαρητήρια!!!

Αφήστε μια απάντηση