Από το 2008, οι Αθηναίοι DEPHOSPHORUS ακολουθούν μία ιδιαίτερη πορεία στο underground. Αποφεύγοντας τις συμβατικότητες, μας παρουσιάζουν το δικό τους ξεχωριστό και περιπετειώδες «Astrogrind». Ο Πάνος Αγόρος (φωνητικά/στίχοι) μας ξεναγεί στο παρελθόν του συγκροτήματος, την εξέλιξη της σκηνής του μεταλλικού Hardcore, τα μελλοντικά σχέδια του συγκροτήματος και αρκετές ιστορίες που θα εξιτάρουν τους extreme μουσικόφιλους…
– Καλησπέρα Πάνο, σε ευχαριστώ προκαταβολικά για το χρόνο σου και σε καλωσορίζω προσωπικά και εκ μέρους του THEGALLERY.GR! Ύστερα από δυο ποιοτικές κυκλοφορίες με τους Death/Grinders STRAIGHTHATE, εσύ και ο Θάνος (Μαντάς) αποχωρήσατε από το συγκρότημα. Θα ήθελα να κάνεις μια αναδρομή στα χρόνια των αναζητήσεων που διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική οντότητα των DEPHOSPHORUS;
Πάνος: Οι STRAIGHTHATE ουσιαστικά είναι το pre-DEPHOSPHORUS σχήμα. Θα το πάρω όμως από την αρχή και θα προσπαθήσω να είμαι ξεκάθαρος και περιεκτικός. ‘Ημουν φοιτητής στην Γαλλία το 1992-1997 και αυτά ήταν τα χρόνια που με διαμόρφωσαν. Εκεί πέρα μπήκα στην σκηνή, εκεί ανδρώθηκα και χώθηκα στο underground και δημιούργησα ένα από τα πρώτα μουσικά webzine (ίσως και το πρώτο) που συνδύαζε κάλυψη της Metal και Hardcore σκηνής. Όταν επαναπατρίστηκα, είχα επαφές με τον Γιώργο Φλωράκη από το Metal Hammer επειδή ήθελε να ξεκινήσει τότε το Horror καλύπτοντας μουσικές πιο κοντά στο Ηardcore και διάφορα άλλα ακραία πράγματα. ‘Έτσι στα τέλη των 90’s άρχισα να γράφω για πράγματα που εγώ θεωρούσα ότι ήταν σημαντικά και σαν ποιότητα μουσικής και έντασης έπιαναν το zeitgeist της εποχής. Αναφέρομαι κυρίως στο μεταλλικό Hardcore, το οποίο ήταν φορέας κάποιων υγιών ιδεών και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο αλλά κυρίως σε εναλλακτικούς τρόπους ζωής.
Ένα από τα θέματα που θεωρώ ότι υπάρχουν στην Ελλάδα (το ζούσα πολύ έντονα τη δύσκολη περιόδου της προσαρμογής από τον επαναπατρισμό) είναι ότι είμαστε One Block Society. Υπάρχει υπερβολική ομοιογένεια και δεν είναι αποδεκτό να είσαι διαφορετικός. Προσπάθησα να βάλω ένα σπόρο ότι είναι φυσιολογικό να είσαι διαφορετικός. Είναι εντάξει να ακούς Metal και να είσαι χορτοφάγος, να μην πίνεις αλκοόλ ή ακόμα και να είσαι χριστιανός. Η αποστολή μου μπορείς να πεις ήταν να διαδώσω μια εναλλακτική προσέγγιση αρχικά μέσα από το Μetal Hammer. Γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε διανομή στην Ελλάδα για δίσκους, οπότε έγραφα για πράγματα που δεν μπορούσε να βρει ο κόσμος.
Ξεκίνησα το BLASTBEAT MAILMURDER distro αρχές 2000’s (πρέπει να ήταν 2000-2001) και τότε ο νυν κιθαρίστας των DEPHOSPHORUS Θάνος Μαντάς άρχισε να μου γράφει και να παραγγέλνει και έτσι πρωτογνωριστήκαμε. Ο πιο ιδιαίτερος και αγαπημένος από τους ήχους που κάλυπτα ήταν το ακραίο μεταλλικό Hardcore, το οποίο στην Ελλάδα δεν είχε το ανάλογο ακροατήριο. Ο κόσμος που ασχολούταν με το Hardcore ήταν περισσότερο σε καταληψιακή, DIY, Crust φάση…μάλιστα υπήρχε τότε και μια διαίρεση της σκηνής ανάμεσα σε αυτούς που προτιμούσαν τα ελληνόφωνα και τα αγγλόφωνα συγκροτήματα. ‘Ηταν πολύ περιορισμένα τα συγκροτήματα για να ακούσεις και κάποια στιγμή πέτυχα σε μια συναυλία τους STRAIGHTHATE. Μου έκαναν τρομερή εντύπωση, καθώς στο αυτί μου θύμιζαν πολλά από τα ακούσματα που απολάμβανα εκείνη την εποχή, αυτά που λέγαμε τότε Deathcore πριν ο όρος ξεφτιλιστεί. Άρχισα να έχω επαφή με τον Αναστάση (DEAD CONGREGATION/ NUCLEAR WINTER/ STRAIGHTHATE) και κάποια στιγμή ο Αλέξης έφυγε απο τα φωνητικά και μου είπε ότι έψαχναν τραγουδιστή και τον ενημέρωσα ότι θα με ενδιέφερε να δοκιμάσω χωρίς να έχω καμία πρότερη εμπειρία. Έτσι χώθηκα στη φάση (2001-2002) και είμαι ευγνώμων και για τη συγκυρία, μιας και εκ των υστέρων έμαθα ότι αν οι STRAIGHTHATE είχαν περισσότερες επιλογές, δεν θα με είχαν προτιμήσει.
Εκείνη την περίοδο άρχισε να παίρνει μπροστά και η φάση στην Ελλάδα για το μεταλλικό Hardcore (θέλω να πιστεύω χάριν και στα γραπτά μου), αλλά το κλίμα στους STRAIGHTHATE ήταν ασταθές μιας και δεν υπήρχε ξεκάθαρη ηχητική προσέγγιση, οπότε η αρχική φάση δεν κράτησε πολύ. Ύστερα από την φυγή του Κώστα Κωστόπουλου (νυν CURSED BLOOD) και του Αναστάση ενημερώνω τον Θάνο (δεν τον είχα ακούσει καν να παίζει) να μου φέρει μια κασέτα και κάπως έτσι χώθηκε στην μπάντα και ξεκίνησε η κοινή μας πορεία. Όταν κυκλοφόρησε το «Grim Memories» EP (2004) αναγραφόταν στην σύνθεση αλλά ουσιαστικά δεν είχε παίξει παρά μόνο σε κάποια videos. Κάποια στιγμή οι STRAIGHTHATE μεταμορφώθηκαν από ένα συγκρότημα που προσπαθούσε να ακολουθήσει τις επιρροές του σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Θυμάμαι είχα πάει στο εξωτερικό για μια εκπαίδευση με την δουλειά και γυρίζοντας είχαν γίνει κάποιες πρόβες των υπολοίπων μελών και τα κομμάτια είχαν αλλάξει και ήταν πολύ πιο ρυθμικά και έντονα. Τότε οι επιρροές μας σε μεγάλο μέρος ήταν το Relapse Metal (όπως μου αρέσει να το αποκαλώ) και από εκεί άρχισε να διαμορφώνεται ένας πιο προσωπικός ήχος.
Το πνεύμα των 00’s ήταν πολύ πειραματικό με ατμοσφαιρικά και τεχνικά πράγματα, με μπάντες που μπόλιαζαν πολλούς ήχους όπως οι UPHILL BATTLE και επειδή είμασταν ανοιχτόμυαλοι μουσικόφιλοι διαμορθώθηκε σιγά σιγά το ύφος μας, οπότε εκεί εντοπίζονται οι ρίζες των DEPHOSPHORUS. Από το «Indigenous» μέχρι και την οριστική διάλυση των STRAIGHTHATE το 2008 είχαμε αρχίσει να παίζουμε λίγο διαφορετικά, πιο κοντά στον ήχο των DEPHOSPHORUS με αρκετές επιρροές από Noise Rock, από συγκροτήματα της Amphetamine Reptile Records (που είναι μεγάλη επιρροή του Θάνου), προεξαρχόντων των THE JESUS LIZARD. Κάποια κομμάτια από αυτή την περίοδο έχουν αποτελέσει ιδέες για πιο σύγχρονο υλικό…κάποια riffs στο «Impossible Orbits» αλλά και το «Sublimation» πηγάζουν από εκεί. Οι STRAIGHTHATE έφτασαν στο απόγειο της δημοτικότητάς τους λίγο πριν την κυκλοφορία του «Grim Memories» με την εγχώρια έκρηξη της Hardcore σκηνής. Μετά που παίξαμε διαφορετικά, το κοινό δεν ακολούθησε. Υπήρχαν άνθρωποι που μας καραγούσταραν αλλά είχαμε αποκαρδιωθεί, καθώς είχαμε καταλήξει να κάνουμε συναυλίες για τους φίλους μας και για κάποιους λίγους ακόμα. Oπότε 2008 το λήξαμε χαράζοντας ως εναλλακτικό σχέδιο ότι θα φτιάξουμε μια μπάντα που θα έπαιζε Black Metal και θα αναφερόταν στο διάστημα και την επιστημονική φαντασία με το όνομα PHOSPHORUS, που ήταν working title από ένα κομμάτι των LEVIATHAN στο «Massive Conspiracy Against All Life». Από εκεί προερχόμαστε…
– Όταν άκουσα το «Night Sky Transform» to 2012, εντυπωσιάστηκα από το εύρος των extreme ιδιωμάτων που κινείστε και συνολικά από το ηχητικό αποτύπωμα. Πιο εύστοχος τίτλος από «Astrogrind» δεν θα μπορούσε να αποδοθεί. Πως προέκυψε ο όρος και τι είναι για εσένα Astrogrind;
Πάνος: Kαταρχάς, το να παίζεις με τα ιδιώματα σαν μεταλλάς και underground μουσικόφιλος είναι ένας κωδικός επικοινωνίας. Ειδικά πριν την εξάπλωση του γρήγορου Internet και του Downloading ήταν ένας πρακτικός και ουσιώδης τρόπος να επικοινωνήσεις μουσική. Οι νέοι μουσικόφιλοι μπορεί να μην το καταλαβαίνουν καθώς σε δέκα δευτερόλεπτα ακούς ό,τι θέλεις, αλλά είναι το φετίχ μου από τότε που ανδρώθηκα στο underground. Με γοήτευαν πάντα οι περιγραφές ιδιωμάτων και μου φαινόταν αξιοπερίεργο όταν κάποιες μπάντες για να διαφοροποιηθούν ή για δικούς τους λόγους έβρισκαν το «δικό» τους ιδίωμα. Δεν ήταν πάντα πετυχημένο, αλλά (επειδή ήταν πριν την εξάπλωση του Internet) κάποιος μπορούσε να βρει έναν όρο και κάποιος άλλος σε άλλο γεωγραφικό σημείο να έχει βρει τον ίδιο όρο και να είναι δυο τελείως διαφορετικά πράγματα. Θα σου δώσω ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα…εγώ ήμουνα μεγάλος οπαδός (έτσι χώθηκα και στο underground) με το εγχώριο Doom/Death συγκρότημα, τους NIGHTFALL και είχα βοηθήσει λίγο στην αρχή με το Internet, μιας και τους έκανε τη σελίδα ένας Φινλανδός webmaster με τον οποίο ήμουνα σε επαφή τότε. Όταν έβγαλαν τo «Athenian Echoes» και ενώ η μουσική τους περιγραφόταν ως ατμοσφαρικό Doom/Death, οι ίδιοι περιέγραφαν τον ήχο τους ως War Metal. Κάποιες μπάντες την ίδια περίοδο από τη Σκανδιναβία περιέγραφαν και αυτές τη μουσική τους ως War Metal και με την πάροδο του καιρού αυτός ήταν ο επικρατών όρος για πιο Bestial Death/Black συγκροτήματα.
Το «Astrogrind» προέκυψε ύστερα από μια πρόβα μας, όταν παίζαμε ακόμα με το Νίκο Μεγαριώτη (Drums) την πρώιμη εποχή. Ο Θάνος έτσι για πλάκα χαρακτήρισε αυτό που παίζουμε ως «Astrogrind» και κόλλησε. Δεν περιγράφει με λεπτομέρεια την μουσική μας αλλά ιντριγκάρει αρκετά κάποιον ώστε να το εξερευνήσει. Δεν το κάναμε τοτέμ μας, αλλά νομίζω ότι λειτούργησε αντιπροσωπευτικά για το συγκρότημα.
– Για εσένα τι είναι «Astrogrind»;
Πάνος: Για εμένα είναι οι DEPHOSPHORUS. ‘Οπως προείπαμε για το παιχνίδισμα με τα ιδιώματα, αντλώ ικανοποίηση από το γεγονός ότι η μουσική της μπάντας μου περιγράφεται από έναν όρο που βρήκαμε εμείς. Άμα λέγαμε ότι παίζαμε cosmic Death/Black σίγουρα δεν θα ήταν το ίδιο αντιπροσωπευτικό.
– To «Ravenous Solemnity» είναι για εμένα η πιο πληθωρική και πειραματική κυκλοφορία σας με τις περισσότερες μαυρομεταλλικές εκφράσεις. Ποια είναι η επιρροή του Γιάννη Βότση (Drums) στο υλικό σας και πως ενισχύει τις ηχητικές σας διαστάσεις; Ποια είναι η εκτίμησή σου για το υλικό ύστερα από οκτώ χρόνια;
Πάνος: Ο Γιάννης έχει κατά κύριο λόγο καθαρόαιμο Metal υπόβαθρο, όπως και οι δικές μου καταβολές βρίσκονται στους IRON MAIDEN, METALLICA κλπ… το ευτύχημα και κάτι που έχει επηρεάσει τον ήχο και τη δυναμική της μπάντας είναι ότι η μουσική και οι συνθέσεις του Θάνου (αυτός είναι ο βασικός συνθέτης) θεωρήθηκαν από τον Γιάννη άκρως απαιτητικά και δελεαστικά ως υλικό. Του δόθηκε ελευθερία να «ζωγραφίσει» πάνω στη μουσική και να προσαρμόσει τις δικές του ιδέες και αυτό δημιουργικά τον απελευθέρωσε. Υπάρχουν κάποιες μπάντες που έχουν ένα κύριο συνθέτη και αυτός κατευθύνει το πως θα παιχτούν τα άλλα όργανα. Δεν το θεωρώ κακό και δεν το κατακρίνω, αλλά αυτό σίγουρα δεν ισχύει στους DEPHOSPHORUS. O Θάνος είναι συζητήσιμος και θέλει την άποψη του Γιάννη, οπότε η μουσική μας στηρίζεται στην υγιή και θετική αλληλεπίδραση ανάμεσα στον συνθέτη/κιθαρίστα Θάνο και στον Γιάννη, ο οποίος είναι ένας drummer σιδηρόδρομος που παίζει κυρίως σε πιο straight μουσικά μονοπάτια – Black/ Death/ Thrash Metal (CAEDES CRUENTA, EMBRACE OF THORNS, THOU ART LORD και αρκετές άλλες μπάντες) και όταν έχει την ευκαιρία να παίξει κάτι πιο προοδευτικό, συνιστά γι’ αυτόν πρόκληση. Είμαστε ευγνώμονες και για τους δυο drummers που έχουμε συνεργαστεί μέχρι τώρα. Ο Νίκος ο Μεγαριώτης, που αποχώρησε λόγω ενός τραυματισμού, είχε ένα πιο χαοτικό στυλ και αυτό ακούγεται στους δίσκους που συμμετείχε. Με τον Γιάννη μοιραζόμαστε επίσης την κοινή αντίληψη ότι ο ήχος πρέπει να είναι όσο πιο οργανικός και αναλογικός γίνεται. Δεν πρέπει να υπάρχουν triggers στον υλικό μας με αυτό το κλικαρισμένο και πλαστικό που αναπαράγουν…δεν έχω θέμα να είναι τα τύμπανα ηλεκτρονικά, όπως στους ΤΗΕ BERZEKER, απλά το πολύ πειραγμένο δεν με/μας αντιπροσωπεύει.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, το «Ravenous Solemnity» είναι πραγματικά ένα ολόκληρο ταξίδι. Ένας πυκνός δίσκος με πολλά κομμάτια που διακατέχεται από αυτή την πληθωρικότητα που ανέφερες. Ήταν πάνω στην αλλαγή του drummer, o Θάνος είχε φύγει στην Σουηδία και περάσαμε διάφορα κύματα, αλλά επιζήσαμε ως μπάντα. Για πολύ καιρό το θεωρούσα ως το αριστούργημά μας… τώρα αισθάνομαι ότι το «Sublimation» είναι το αριστούργημά μας, αλλά είναι για εμένα πολύ ιδιαίτερος δίσκος. To «Ravenous Solemnity» δεν είναι κατώτερο πάντως από το «Sublimation» και εκεί θεωρώ ότι υπάρχουν κάποια κομμάτια που μέσα τους είναι συμπυκνωμένη η ουσία των DEPHOSPHORUS.
– To 2017 σας βρίσκει στην Πολωνική Selfmadegod Records και με την προσθήκη του Κώστα Ραγιαδάκου στο μπάσο παρουσιάζεται διαφοροποίηση στον ήχο σας. Από την πληθωρικότητα του «Ravenous Solemnity» στην αμεσότητα και το in your face υλικό του «Impossible Orbits». Τι άλλαξε στη συνθετική προσέγγιση ανάμεσα στις δυο κυκλοφορίες;
Πάνος: Προσωπικά, το «Impossible Orbits» το θεωρώ το δικό μας «Reign In Blood». Τώρα πως προέκυψε δεν θυμάμαι, αλλά η αλήθεια είναι ότι αφήνουμε την μουσική να μας πηγαίνει αυτή ανάλογα με την διάθεση των ημερών. Δε νομίζω ότι άλλαξε κάτι αναγκαστικά… αξιοσημείωτο είναι ότι κάποια riffs και κάποιες ιδέες στα κομμάτια του «Impossible Orbits» προέρχονται από την εποχή των STRAIGHTHATE, οπότε εκεί ίσως να βρίσκονται οι ρίζες της αυξημένης αμεσότητας. Το καλό με τους DEPHOSPHORUS είναι ότι είμαστε μια ενστικτώδης μπάντα, δεν υπερυπολογίζουμε τα δεδομένα και δεν τα εξαντλούμε στο χαρτί. Δεν σχεδιάσαμε να βγάλουμε έναν τέτοιο δίσκο, απλά μας προέκυψε έτσι. Ως προς την αμεσότητα και την γενικότερη ατμόσφαιρα σίγουρα έπαιξε ρόλο ότι ηχογραφήσαμε πρώτη φορά στο Unreal Studio (ένα από τα κορυφαία studio, αν όχι το κορυφαίο) στην Αθήνα, οπού εκεί γνωρίσαμε και τον Κώστα Ραγιαδάκο. Άλλαξε και ο τρόπος ηχογράφησης των φωνητικών, καθώς μέχρι τότε ηχογραφούσα με τον κλασσικό τρόπο και τα ακουστικά μπροστά σε ένα στημένο μικρόφωνο. Για πρώτη φορά δεν έγραψα έτσι. Ο Άλεξ Κετεντζιάν (υπεύθυνος για την ηχογράφησή μας) μου έβαλε έναν ενισχυτή μπροστά στο studio booth, χωρίς ακουστικά και μου είπε να πάρω το μικρόφωνο και να συμπεριφερθώ σα να είναι συναυλία. Τα τραγούδια γράφτηκαν σε ένα ή δύο προσπάθειες, οπότε αυτή η προσέγγιση σίγουρα επηρέασε την αμεσότητα και στην μουσική και στην ατμόσφαιρα.
– Το 2020 κυκλοφορήσατε το πολύ καλό «Sublimation». Αισθητά αναβαθμισμένο από τον προκάτοχό του, με πολλές μικρές ποιοτικές και ουσιαστικές λεπτομέρειες να έχουν προστεθεί. Είναι η πιο στοχευμένη κυκλοφορία των DEPHOSPHORUS ως προς το συνολικό όραμά σας; Ποια είναι η ανταπόκριση του κόσμου μέχρι στιγμής;
Πάνος: Είναι σίγουρα ο πιο στοχευμένος δίσκος, στο ότι έχουμε κατασταλάξει στον επιθυμητό για μας ήχο και την αισθητική μας ύστερα απ’ όλα αυτά τα χρόνια. Ηχητικά είναι σίγουρα η καλύτερη παραγωγή μας, επειδή ξέραμε ακριβώς τι θέλουμε ηχογραφώντας για δεύτερη φορά στο Unreal (κάποια πράγματα που δεν μας άρεσαν ειδικά στις κιθάρες στο «Impossible Orbits», διορθώθηκαν και ακούγονται με την επιθυμητή μίξη στην βινυλιακή έκδοση). Επίσης, είναι η πρώτη φορά που έχουμε full-time μπασίστα και είναι σίγουρα πολύ σημαντικό για εμάς. Η προσθήκη του Κώστα Ραγιαδάκου έδωσε άλλη δυναμική στη μπάντα, καθώς έχουμε κανονικό rhythm section για πρώτη φορά αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο ο Κώστας είναι γνωστός στην σκηνή, ποιοτικός ηχολήπτης και αντιλαμβάνεται τι θέλουμε να επιτύχουμε. Άλλο ένα κομμάτι που ξεχωρίζω προσωπικά είναι το αυξημένο ποσοστό και η απογειωμένη ποιότητα των ηλεκτρονικών στοιχείων που συνέθεσε ο Μίλτος ο Σχημαριώτης, ο οποίος ήταν ηχολήπτης μας σε προηγούμενες κυκλοφορίες και ουσιαστικά σε αυτό τον δίσκο ήταν το πέμπτο μέλος. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τα ηλεκτρονικά σημεία στο «Absurd Aftermath» (τοποθετήθηκαν ύστερα απο την ηχογράφηση του κομματιού) εντυπωσιάστηκα. Είμαι φαν την ηλεκτρονικής μουσικής και ακούγοντας κάτι τόσο όμορφο και στοχευμένο στους DEPHOSPHORUS με ικανοποίησε. Μουσικά δεν είναι πιο πλήρης από το «Ravenous Solemnity»,αλλά τα ηλεκτρονικά σημεία το φέρνουν κοντά.
Η ανταπόκριση ήταν καλύτερη από το «Impossible Orbits» και η εταιρεία επένδυσε λίγο περισσότερο στην προώθηση, οπότε υπήρξε λίγο παραπάνω ενδιαφέρον χωρίς να γίνει κάτι συνταρακτικό. Κινούμαστε στην αστεροειδή ζώνη του παγκόσμιου underground, πιο περιφερειακά αλλά έχουμε καταφέρει μέσα στα χρόνια να έχουμε το δικό μας αφοσιωμένο κοινό από όλο τον δυτικό κόσμο. Μας παραγγέλνουν κάθε φορά δίσκους από Αμερική, Ν.Ζηλανδία, Αυστραλία και αυτό μας «κρατάει». Ένα καλό σχόλιο από την άλλη άκρη του κόσμου σημαίνει τα πάντα για εμάς.
– Στο «Sublimation» αυξήθηκε η παρουσία ελληνικών στίχων με αποτέλεσμα το αφηγηματικό σας προσωπείο να είναι πιο ελκυστικό. ‘Εχεις καθιερώσει τα υψίσυχνα φωνητικά, τα οποία είναι πνιγηρά και σπαρακτικά με πολλές εντάσεις. Ως vocalist αποτυπώνεται αυτή η ένταση και η συνεπακόλουθη εκτόνωση με πιο πηγαία εκφραστικότητα στα ελληνικά; Ποιες οι διαφοροποιήσεις των δυο προσεγγίσεων και ποια η προτίμηση σου;
Πάνος: Σίγουρα είναι πιο άμεση, ειλικρινής και ενστικτώδης η προσέγγιση στα Ελληνικά και χαίρομαι που είναι κάτι που δοκιμάσαμε και συνεχίζουμε να τολμούμε. Το να τραγουδάς στην μητρική σου γλώσσα σε κάνει να εστιάζεις σε αυτό που θέλεις με μέγιστη ακρίβεια. Ήταν ευτυχής σύμπτωση ότι κάναμε το split με τους Φινλανδούς HAAPOJA. Δεν ήταν ακριβώς split υπό την έννοια των αυτούσιων πλευρών, αλλά είχε και μπερδεμένα κομμάτια. Αλλάξαμε τραγουδιστές σε δυο κομμάτια, ο κιθαρίστας τους έκανε lead στο τελευταίο κομμάτι της πλευράς που είναι και φόρος τιμής στους SLAYER και ουσιαστικά αλληλεπιδράσαμε. Τραγουδάνε στα Φινλανδικά και μου πρότειναν το κομμάτι που θα τραγουδούσα για αυτούς να το κάνω στα Ελληνικά. Βρήκαμε ένα συγκλονιστικό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη με τον Θάνο και όταν ηχογράφησα τα φωνητικά στo Northside studio ήτανε πραγματικά μια αποκάλυψη και μας έδωσε μία άλλη διάσταση. Σταδιακά άρχισα να πειραματίζομαι με ελληνικούς στίχους και αυτό οδήγησε στην «Αστερόσκονη» στο «Impossible Orbits», που οι στίχοι ουσιαστικά είναι ένα άτυπο μανιφέστο για το τι είναι DEPHOSPHORUS και Astrogrind, για να καταλήξουμε στην αυξημένη παρουσία τους στο «Sublimation». Εξακολουθεί να μου αρέσει να γράφω στα Αγγλικά, αλλά δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενον να παρουσιάσουμε ένα δίσκο μόνο στα Ελληνικά. Η αλήθεια είναι ότι τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας όταν με βλέπουν να τραγουδάω στα Αγγλικά ξενερώνουν λίγο (γέλια)…
– Η θεματολογία σας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας σας και είναι έκδηλη η αγάπη σου για την sci–fi λογοτεχνία. Ποιες πτυχές της σε γοητεύουν περισσότερο και τι είναι αυτό που λειτούργησε ως πόλος έλξης στη βιβλιογραφία και τις θεωρίες του Σκωτσέζου Ian M. Banks;
Πάνος: Οι ρίζες της ενασχόλησης μου με την λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας εντοπίζονται στα παιδικά μου χρόνια, όπου έλαβα τα κατάλληλα ερεθίσματα από την οικογένειά μου. Ο μεγαλύτερος συγγραφέας σε τρυφερή ηλικία (χρόνια Δημοτικού και πρώτες τάξεις Γυμνασίου) ήταν αναμφισβήτητα ο Ιούλιος Βέρν. Είχε γράψει για πράγματα και καταστάσεις διακόσια χρόνια πριν και αρκετά από αυτά έχουν συμβεί. Είπε ότι ο άνθρωπος θα πάει στη Σελήνη (δεν ήταν ο μόνος) και σιγά σιγά αυτό αποτυπώθηκε στο ανθρώπινο υποσυνείδητο ως ο επόμενος στόχος. Μετά τον Βέρν πέρασα στον Ισαάκ Ασίμωφ και την «Γαλαξιακή Αυτοκρατορία», η οποία αποτελεί και αγαπημένο ανάγνωσμα του Θάνου. Αυτό που με γοήτευε πάντα ήταν η διαδικασία του να ξεφεύγεις από τα στεγανά του υπαρκτού κόσμου και να «ανοίγεις» το μυαλό σου σε άλλες πιθανότητες. Η φαντασία είναι το μεγαλύτερο εργαλείο της ανθρωπότητας για την εξέλιξη της και αυτό εκφράζεται στο «Imagination is Future History». Είναι κάτι το βαθύτατα υπαρξιακό και δένει με την πιο μυστικιστική πλευρά της θεματολογίας και της αισθητικής μας.
Όσον αφορά τον Ian M. Banks, η γνωριμία μου με τον κόσμο του ήταν ένα κομμάτι του παζλ της προσωπικής μου διαδρομής που κόλλησε πάλι σε μια ευτυχή σύμπτωση. Ήταν λίγο πριν ξεκινήσουν οι DEPHOSPHORUS και ήμουνα διακοπές στην Αστυπάλαια. Το μέρος που έμενα είχε μια δανειστική βιβλιοθήκη και κάποιος αγγλόφωνος επισκέπτης είχε αφήσει εκεί το Inversions, που είναι και το πρώτο βιβλίο του που διάβασα. Το αξιοπερίεργο είναι ότι καθώς το διαβάζεις δεν είναι προφανές ότι πρόκειται για επιστημονική φαντασία και σου φαίνεται για λογοτεχνία του φανταστικού. Εγγράφεται στο κύκλο των culture novels τα οποία αναφέρονται σε μια κοινωνία που είναι ουσιαστικά μια αναρχική ουτοπία, αλλά θεωρείται περιφερειακό στη μυθολογία της. Ήρθε σε μια στιγμή της ζωής μου που χρειαζόμουνα μια πρόσθετη έμπνευση, μια άλλη άποψη για την επιστημονική φαντασία, ένα διαφορετικό ερέθισμα. Μεγαλώνοντας γίνονται πιο σπάνια τα ερεθίσματα που μας ανοίγουν τα μάτια και μας δίνουν μια κλωτσιά ενέργειας, ώστε να στροφάρουμε διαφορετικά και να αλλάζουμε τις θεάσεις μας στα πράγματα. Τέτοιος σταθμός ζωής ήταν το περιστατικό στην Αστυπάλαια. Πάντα θέλαμε να έχουμε συμπαντική θεματολογία και ουσιαστικά οι επιρροές του Ian M. Banks άρχισαν να φαίνονται από το «Ravenous Solemnity» (είναι αφιερωμένο σε αυτόν), ενώ και σε διάφορα κομμάτια στις μετέπειτα κυκλοφορίες μας αναφέρομαι ξεκάθαρα στις ιδέες και τις θεωρίες του.
– Είσαι ένας από τους λίγους που κάνει συστηματική αναφορά την τελευταία δεκαετία στους DISPIRIT και τον John Gossard, τον ιθύνων νου του εμβληματικού «Dead as Dreams» των WEAKLING. Πως ένας από τους πυλώνες της εξέλιξης του USBM (και όχι μόνο) είναι τόσο υποτιμημένος στη γενική συνείδηση;
Πάνος: Με τον John υπάρχει προσωπική σχέση καθώς είμασταν μέρος ενός κύκλου μουσικόφιλων που επικοινωνούσαμε τις πρώτες μέρες του Internet (στα μέσα των 90’s) στο #metal στο IRC, όταν η δίεση συμβόλιζε κανάλια. Εκείνη την περίοδο είχε τους WEAKLING και η πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους μάλιστα είναι σε μια κασετοσυλλογή που είχα κυκλοφορήσει τότε. Το λέω αυτό επειδή τότε δεν είχαν εκπαιδευτεί ακόμα τα αυτιά μου και αυτό που είχαν παίξει τότε δεν μπορούσα να το εκτιμήσω ανάλογα. Γύρισα Ελλάδα και σε ανύποπτη στιγμή ακούω το «Dead as Dreams» και ανατρίχιασα κυριολεκτικά… είναι ένας πολύ ταλαντούχος μουσικός και θα τον χαράκτηριζα ως έναν ήρωα λόγω της έντονης προσωπικής του διαδρομής στο underground. Οι WEAKLING είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πυλώνες του σύγχρονου Αμερικάνικου Black Metal και το «Dead as Dreams» είναι εξίσου σημαντικός δίσκος για το Black Metal όπως και το «Si monvmentvm reqvires, circvmspice» των DEATHSPELL OMEGA, ενώ και το Black Twilight Circle οφείλει σε πολύ μεγάλο βαθμό την υπαρξή του σε αυτό.
‘Όσον αφορά τους DISPIRIT, έκανε την συνειδητή επιλογή να κυκλοφορεί μόνο κασέτες. Σέβομαι αυτή την προσέγγιση και λυπάμαι που δεν τους ξέρει περισσότερος κόσμος, αλλά μέρος της χαράς του να είσαι μουσικόφιλος είναι να ανακαλύπτεις κρυμμένα διαμάντια στο underground που δεν τα ξέρει πολύς κόσμος. Όταν ξεκίναγε τους DISPIRIT μου είχε στείλει ένα demo να ακούσω πριν ακόμα βάλει φωνητικά και τον είχα παροτρύνει να το συνεχίσει. Είχε κάποιες αμφιβολίες για το όνομα, μιάς και το DIS- παραπέμπει σε crust-ίλα, αλλά τον διαβεβαίωσα ότι ήταν φοβερό και χαίρομαι που το κράτησε εν τέλει.
– Σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου Πάνο και εύχομαι καλή συνέχεια και σε εσένα προσωπικά αλλά και στην μπάντα.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω εσένα και το the gallery για την συνέντευξη και εύχομαι καλή συνέχεια στις μουσικές σας εξερευνήσεις…
Συνέντευξη: Γιώργος Κολυβάνος
Επιμέλεια Εξωφύλλου: Αλέξανδρος Σουλτάτος
Σχεδιασμός και Επιμέλεια Συνέντευξης: Αλέξανδρος Σουλτάτος
Ημερομηνία: 9/9/2022
Διαδικτυακός Σύνδεσμος: DEPHOSPHORUS- Σελίδα Bandcamp
Copyright © 2022 by THEGALLERY.GR