Χρονολογία: 2024
Συνολική Διάρκεια: 58.49
Εταιρεία: BMG
Όταν ο Bruce Dickinson αποφασίζει δημόσια να κάνει κάτι, από το να δώσει μία πεντάλεπτη συνέντευξη μέχρι να κυκλοφορήσει ένα σόλο άλμπουμ, τότε είναι δεδομένο ότι τα μάτια ολόκληρου του μεταλλικού πλανήτη θα είναι στραμμένα πάνω του. Πόσο μάλλον όταν αυτό είναι ένα ολόφρεσκο άλμπουμ, το έβδομο της τεράστιας καριέρας του, με καθυστέρηση 19 ολόκληρων ετών από το προηγούμενο, «Tyranny Of Souls»!
Το έργο του ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο, αφού αναπόφευκτα, οτιδήποτε και να κυκλοφορούσε θα έμπαινε στο ζύγι απέναντι σε ιστορικά άλμπουμ των IRON MAIDEN όσο και σε δικές του κορυφαίες στιγμές όπως το θρυλικό «The Chemical Wedding»! Μάλιστα, ο βαθμός δυσκολίας ανεβαίνει ακόμη περισσότερο αν σκεφτούμε ότι το «The Chemical Wedding» είχε την -ας πούμε – τύχη να συγκριθεί ευθέως με τα «The X Factor» και «Virtual XI» των IRON MAIDEN του Blaze Bayley που (δικαίως ή αδίκως) θεωρούνται από πολλούς μαύρη τρύπα στη δισκογραφία των MAIDEN. Τώρα απλά ο Dickinson συγκρίνεται με τον ίδιο του τον εαυτό και θα έλεγα ότι κερδίζει το στοίχημα στο νήμα….
Το «The Mandrake Project» είναι ένα άλμπουμ που έχει δουλευτεί πολύ από τον ίδιο αλλά και απο τον παραγωγό του Roy Z. Μπαίνει σε μονοπάτια που δεν θα τολμούσε να περπατήσει ως frontman των IRON MAIDEN, με έναν ενθουσιασμό που μοιάζει ειλικρινής. Συνοδεύει το άλμπουμ με το κόμικ του Tony Lee θέλοντας να μας πει όσο καλύτερα γίνεται την ιστορία που έχει στο μυαλό του. Την ιστορία του Dr. Necropolis, ενός τύπου που αναζητά την ταυτότητά του και συμμετέχει στο Mandrake Project. Το συγκεκριμένο project έχει ως στόχο να καταφέρει να συλλάβει την ανθρώπινη ψυχή τη στιγμή του θανάτου και να την μεταφέρει σε κάτι άλλο. Ο Καθηγητής Lazarus που τρέχει το project έχει ένα συγκεκριμένο όραμα αλλά ο Dr. Necropolis διαφωνεί. Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν, ότι δεν μιλάμε για ένα απλό άλμπουμ αλλά για μια μικρή ιστορία που ο Dickinson μας αφηγείται.
Το άλμπουμ ανοίγει με το σκοτεινό και επικό «Afterglow Of Ragnarok» το οποίο μπορεί να μην είναι το καλύτερο τραγούδι του άλμπουμ, αλλά είναι το ιδανικό για να μας βάλει στο doomy-ατμοσφαιρικό κλίμα της ιστορίας. Το επόμενο τραγούδι, «Many Roads To Hell» είναι αρκετά πιο συμβατικό. Βγάζει μια 80s αισθητική και είναι τόσο ανεβαστικό όσο χρειάζεται μετά τη μαυρίλα του «Afterglow…». Η συνέχεια δίδεται με τη mini ταινία «Rain On The Grave» που συνοδεύτηκε από ένα εξαιρετικής αισθητικής video clip. Σε αυτό, ο Dickinson μετατρέπεται σε αφηγητή και σχεδόν απαγγέλει τους στίχους των κουπλέ με πομπώδη, εμφατικό και άκρως θεατρικό τρόπο, με τη συνοδεία χαρακτηριστικών old school κιθαρών.
Το «Resurrection Men» είναι ίσως από τα λιγότερο μειντενικά ακούσματα του δίσκου, με hard rock στοιχεία και έντονη την western αισθητική. Δείγμα ότι ο Dickinson άφησε τη φαντασία του ελεύθερη, απελευθερωμένος ίσως από τους όποιους περιορισμούς των MAIDEN. Από την Άγρια Δύση, ο Dickinson μας μεταφέρει σε δευτερόλεπτα στην Ανατολή με το «Fingers In The Wood». Η οπερατική εισαγωγή του που κυριαρχείται από την παρουσία πιάνου, συνοδεύεται από την ανατολίτικη αύρα που το κάνει να ξεχωρίζει. Η πιο μειντενική στιγμή έρχεται με το «Eternity Has Failed», αδερφάκι του «If Eternity Should Fail» του «The Book Of Souls» το οποίο αγαπάμε λίγο παραπάνω απ’ όσο μάλλον του αξίζει, επειδή μας υπενθυμίζει εμμέσως ότι η χώρα μας έχει έναν από τους κορυφαίους κιθαρίστες, τον Gus G. που προσφέρει απλόχερα το ταλέντο του με ένα σόλο στο συγκεκριμένο τραγούδι. Στο «Mistress Of Mercy» ο Dickinson δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο ότι η περιπέτεια με τον καρκίνο που πέρασε πριν μόλις λίγα χρόνια, δεν τον άγγιξε…
Πλησιάζοντας προς το τέλος, συναντάμε το πρώτο αδιάφορο τραγούδι του δίσκου, την μπαλάντα «Face In The Mirror» με την πιο μελωδική μεν – απλή δε μουσική γραμμή και το (στα όρια του κουραστικού) ρεφρέν. Αντιθέτως, το προτελευταίο τραγούδι «Shadow Of Gods», ενώ ξεκινάει ως μπαλάντα, από τη μέση και μετά αυξάνει ρυθμό και ένταση και μας κάνει να αναρωτιόμαστε πως θα ακουγόταν αν είχε εκπληρώσει τον αρχικό του προορισμό που ήταν να αποδοθεί από τους THE THREE TREMORS (Dio, Dickinson, Halford). Λογικά…έπος! Το άλμπουμ κλείνει με το δεκάλεπτο «Sonata (Immortal Beloved)» το οποίο μάλλον εξυπηρετεί τόσο μουσικούς όσο και αφηγηματικούς σκοπούς, αφού για ακόμη μία φορά, η ερμηνεία του Dickinson είναι καθ’ όλα θεατρική. Η μεγάλη του διάρκεια αφαιρεί πόντους και ίσως το «Shadow of The God» να ΄ήταν ιδανικότερο για κλείσιμο.
Τελικά, η απάντηση στο ερώτημα αν άξιζε η αναμονή είναι…ΝΑΙ! Αρκεί κάποιος να αξιολογήσει το «The Mandrake Project» ως αυτό που είναι, δηλαδή ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό project. Οι συγκρίσεις είναι απαραίτητες και αναπόφευκτες, ειδικά από αυτούς που παρακολουθούν από κοντά την καριέρα του Dickinson. Οποιαδήποτε υπερβολή όμως είναι περιττή, αφού τελικά αφαιρεί στιγμές από την απόλαυση που μπορεί κάποιος να πάρει ακούγοντας το άλμπουμ. Ο χρόνος βέβαια είναι ο καλύτερος κριτής οπότε καλά να είμαστε σε καμιά εικοσαετία, να δούμε τον αντίκτυπο που θα έχει το «The Mandrake Project» στο σύνολο της δισκογραφίας αυτού του μέγιστου καλλιτέχνη!
Βαθμολογία: 8/10
Συντάκτης: Κώστας Μπουντούκος
Διαδικτυακός Σύνδεσμος: Bruce Dickinson – Επίσημη Σελίδα