Blade Runner (1982): The Future Ain’t What It Used To Be…

You are currently viewing Blade Runner (1982): The Future Ain’t What It Used To Be…

“I’ve seen things you people wouldn’t believe. Attack ships on fire off the shoulder of Orion. I watched C-beams glitter in the dark near the Tannhäuser Gate. All those moments will be lost in time, like tears…in…rain. Time to die.”
Rutger Hauer

Αν κάναμε ένα test DNA για να βρούμε τις γενεαλογικές ρίζες του Blade Runner, τα αποτελέσματα θα μας πήγαιναν πιθανότατα από την πλευρά του ενός γονέα πίσω στο film noir, που παρουσιάζει το αμερικάνικο crime drama με την ασπρόμαυρη οπτική και το σκληροτράχηλο σενάριο και από την πλευρά του άλλου γονέα πίσω σε τρεις γενιές λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας: το επονομαζόμενο Hard Sci-Fi της δεκαετίας του ’30, το «κοινωνιολογικό» Sci-Fi του ’50 και το New Wave που περιλάμβανε συγγραφείς όπως ο Delany, o Ballard και ο Moorcock  κι εμφανίστηκε ως ξεχωριστό ρεύμα στη λογοτεχνία του φανταστικού μέσα στη δεκαετία του 1960. Το ξεχωριστό ενδιαφέρον για την κοινωνιο-ψυχολογική διάσταση των πραγμάτων διαφοροποιεί το “New Wave” από τα προγενέστερα ρεύματα στο Sci-Fi. Το έργο του Philip K. Dick, Do Androids Dream of Electric Sheep? (1968), ξεχωρίζει ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα του είδους και εμπνέει το φιλμ του Ridley Scott, που προβάλλεται στις αίθουσες τον Ιούνη του 1982. Η ταινία είναι μια από τις λίγες στην ιστορία του σινεμά που μπορεί να χαρακτηριστεί ως a work in progress αφού υπάρχουν 7 διαφορετικές βερσιόν από την πρώτη του 1982 μέχρι το “Final Cut” του 2007 (https://bladerunner.fandom.com/wiki/Blade_Runner_versions).

Περίληψη της ταινίας

Στην ταινία ο Harrison Ford πρωταγωνιστεί ως Rick Deckard, ένας αστυνομικός που έχει αποχωρήσει από το σώμα του Los Angeles P.D. περί το 2019. Εν τω μεταξύ η πόλη έχει γίνει μια παν-πολιτισμική δυστοπία διαφημιστικών εταιρειών, απίστευτης μόλυνσης, ιπτάμενων αυτοκινήτων όπως επίσης και replicants: ανθρωποειδών ρομπότ με σύντομη διάρκεια ζωής φτιαγμένα από την Tyrell Corporation με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στις επικίνδυνες νέες αποικίες (off-world colonies). Όσο ο Deckard βρισκόταν εν υπηρεσία, ήταν ένας ταλαντούχος Blade Runner, τίτλος που δινόταν χάριν ευφημισμού στους ντετέκτιβς που κυνηγούσαν κι εξόντωναν replicants που ξέφευγαν από τον έλεγχο των ανθρώπων.

Μετά από πρόσκληση του επικεφαλής του τμήματος (M. Emmett Walsh), ο Deckard αναγκάζεται να επιστρέψει στην ενεργό δράση για να κυνηγήσει τέσσερα replicants που έχουν δραπετεύσει από τις αποικίες και καθοδηγούμενα από τον Roy Batty (Rutger Hauer) κατευθύνονται προς τη γη έχοντας σκοτώσει εντωμεταξύ αρκετούς ανθρώπους.

Η κοινωνιο-ψυχολογική οπτική της διήγησης

Και στο Blade Runner και στο Do Androids Dream of Electric Sheep?, ο πρωταγωνιστής με το που ολοκληρώνει την αποστολή του έχει την ευκαιρία να αναστοχαστεί την ανθρώπινη (ή απάνθρωπη) φύση του.  Στο βιβλίο, έχει την επιλογή να διατηρήσει τις αναμνήσεις του ή να τις διαγράψει και να αναπρογραμματίσει τον εαυτό του λίγο πριν πέσει για ύπνο. Στο φιλμ, υπονοείται ότι και ο ίδιος μπορεί να είναι replicant. Η έκβαση της αποστολής του Deckard ως εκ τούτου δεν έχει να κάνει τόσο με την εξόντωση τεσσάρων replicants, αλλά στο βάθος με την συνειδητοποίηση της υπονόμευσης της ατομικής ταυτότητας, αποτέλεσμα ενός σχεδίου που καταστρώθηκε από αυτή την παντοδύναμη εταιρεία, την Tyrell Corporation, η οποία πέτυχε να κατασκευάσει ανθρωποειδή με πλαστή συνείδηση και χωρίς επίγνωση της φύσης τους, replicants, δηλαδή, που νομίζουν πως είναι άνθρωποι.

Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Slavoj Žižek, ο κόσμος που παρουσιάζεται στην ταινία ως μεταφορά, είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίον το εταιρικό Κεφάλαιο πέτυχε να διεισδύσει και να κυριαρχήσει στον πυρήνα του φαντασιακού μας: κανένα από τα χαρακτηριστικά μας δεν είναι πραγματικά δικά μας. Ακόμα και οι μνήμες και οι φαντασιώσεις μας είναι τεχνητά εμφυτευμένες. Ως εκ τούτου, η σύμφυση Κεφαλαίου και Γνώσης (η Tyrell Corp.) φέρνει στον κόσμο έναν νέο προλετάριο (τα replicants) ο οποίος στερείται μιας ιδιωτικής ατομικής ταυτότητας κι έτσι το μόνο που απομένει πια είναι κυριολεκτικά το κενό μιας ανυπόστατης υποκειμενικότητας (Slavoj Žižek, Tarrying with the Negative. Kant, Hegel and the critique of ideology). Μια σχετική προβληματική θα αναπτυχθεί στο σινεμά επιστημονικής φαντασίας και αργότερα με ταινίες όπως το Dark City  του Alex Proyas (1998), το The 13th Floor του Joseph Rusnak (1999) και το The Matrix των αδελφών Wachowski (1999).

Cyberpunk: Ο κόσμος του Blade Runner

Το Blade Runner μαζί με άλλα δυο φίλμ που βγήκαν την ίδια χρονιά, το TRON του Steven Lisberger και το Videodrome του David Cronenberg, αποτέλεσαν επίσης τους προάγγελους μιας νέας υποκατηγορίας στην επιστημονική φαντασία, το Cyberpunk, το οποίο αποδείχθηκε μια πραγματικά αναζωογονητική δύναμη στην τέχνη του φανταστικού. Το ίδιο θα καθοριστεί στιλιστικά το 1984 με την κυκλοφορία του Neuromancer του William Gibson και παρότι στη λογοτεχνική του μορφή το νέο αυτό ρεύμα τελειώνει σχεδόν με το που αρχίζει, μπορούμε σήμερα να πούμε πως άφησε έντονη τη σφραγίδα του σε μεγάλο εύρος καλλιτεχνικών μέσων και πολιτιστικών εκφράσεων (Scott Bukatman, Terminal Identity – The virtual subject in postmodern science fiction).

Το μελλοντικό L.A. του Blade Runner quotάρει τα κόμιξ: την πολυπληθή αστυφιλία του Moebius (Jean Giraud), ο οποίος μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Heavy Metal απεικόνισε πόλεις χωρίς πάνω και κάτω, χωρίς όρια. Επίσης την αισθητική του Judge Dredd και του Ranxerox.  Το δυστοπικό φουτουριστικό σκηνικό της ταινίας συχνά εστιάζει στο δίπολο «υψηλή τεχνολογία – χαμηλή ποιότητα ζωής» (high-tech and low life) παρουσιάζοντας ανεπτυγμένα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα όπως τα cybernetics και η τεχνητή νοημοσύνη σε αντιπαράθεση με μια διαλυμένη ή, αν θέλετε, ριζικά διαφοροποιημένη κοινωνική δομή (Thomas Michaud, Science fiction and politics: Cyberpunk science fiction as political philosophy).

Η ύπαρξη των androids στην δυστοπική κοινωνία του Blade Runner αποτελεί κεντρικό ζήτημα στην προβληματική που αναπτύσσει η ταινία. Από τη μια βλέπουμε τα replicants με δέος και θαυμασμό: είναι τα απόλυτα παιχνίδια, κατοικίδια, οι απόλυτοι υπηρέτες και εραστές μας. Είναι τα ιδανικά παιδιά, γονείς ή φίλοι μας, τα τέλεια αντίγραφα του εαυτού μας.

Από την άλλη, σε androids και ρομπότ προβάλλουμε συχνά τους φόβους μας σχετικά με μια τεχνολογία που μας απανθρωποποιεί και παράγει επιστημονικά επιτεύγματα που βρίσκονται στα όρια του ελέγχου μας. Το replicant ως αντίγραφο, ως double (Doppelgänger), ακόμα κι αν φαίνεται οικείο και γνώριμο γίνεται κάτι το διφορούμενο μέχρι που κάποια στιγμή καταλήγει να σημαίνει το αντίθετό του: το  φροϋδικό Ανοίκειο (Uncanny), κάτι το περίεργο και το μυστηριώδες, που μπορεί να είναι ακόμα και απειλητικό (Joseph Francavilla, The Android as Doppelgänger).

Η αισθητική του Blade Runner: η εικόνα

Με δεδομένη τη σημασία του καλλιτεχνικού οράματος του Ridley Scott, θα ήταν αδύνατο να φανταστούμε το Blade Runner χωρίς τα σχέδια του Syd Mead, τα special effects του Douglas Trumbull, τη φωτογραφία του Jordan Cronenweth και την μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Ο Syd Mead, όπως λέει ο Ridley Scott, ήταν «αυτός ο υπέροχος συνδυασμός καλλιτέχνη, τεχνικού και κοινωνιολόγου. Μπορούσε να μιλά για ώρες για την λογική του αστικού σχεδιασμού, της αστικής αποσύνθεσης και αταξίας» (Andrew Abbott, On the edge of Blade Runner). Τα φουτουριστικά και τόσο ρεαλιστικά του σχέδια γέννησαν το τόσο αληθοφανές Los Angeles του μελλοντικού 2019, καθώς κάθε πλευρά της πόλης ήταν αναλυτικότατα σχεδιασμένη και τεχνικά εκτελεσμένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια.

Η ιδιαίτερη noir αισθητική του Blade Runner απαιτούσε την πρόκληση ενός ταυτόχρονου αισθήματος ρομαντισμού και αστικού χάους στον θεατή. Η φωτογραφία έπρεπε να προξενεί μια διαπεραστική κλειστοφοβία και συνεπώς όλοι οι εσωτερικοί χώροι γυρίστηκαν σε σκηνικά τα οποία είχαν κλείσει με ταβάνια. Η χαρακτηριστική μέθοδος του Cronenweth για να αποδώσει την επιδιωκόμενη ατμόσφαιρα περιλάμβανε το συνδυασμό απαλού μπροστινού φωτός και σκληρού backlight για να δημιουργήσει έντονες σιλουέτες και haloes.

Η προσθήκη καπνού και ανακλαστικών εφέ στο φόντο δημιουργούσαν έναν ακόμα πιο αφηρημένο χώρο. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ταυτόχρονα μια εικόνα απόλυτης σαφήνειας και ομιχλώδους σαγήνης. Οι σκηνές στο δρόμο στην πλειοψηφία τους είναι γυρισμένες με κάμερα στο χέρι χρησιμοποιώντας ως πηγή φωτός τις ταμπέλες νέον που βρίσκονταν παντού στο σκηνικό (Scott Bukatman, Blade Runner).

Με τη δημιουργία της πόλης του Blade Runner κάθε όριο μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού έχει καταλυθεί: Δέσμες φωτός σφυροκοπούν κάθε εσωτερική εσοχή τόσο σε σοκάκια, όσο  και σε διαμερίσματα. Ο Cronenweth έλεγε πως τα φώτα στο φανταστικό L.A. χρησιμοποιούνταν «και για διαφημιστικούς σκοπούς και για αστυνόμευση, με τον ίδιο τρόπο που μια φυλακή ελέγχεται από κινούμενους προβολείς. Οι φωτεινές δέσμες αναπαριστούν την εισβολή από μια εποπτική δύναμη σε κάθε ιδιωτικότητα , μια μορφή ελέγχου. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος ποιος μπορεί να είναι…» (Lightman and Patterson, Production Design).

Σε αυτή τη δυστοπική ολοκληρωτική πραγματικότητα η αρχιτεκτονική αναπτύσσεται με ταξική ιεραρχία από τη βάση προς την κορυφή. Όπως σχολιάζει ο Mead: «[…] στο σχέδιό μου […] να έχετε υπόψιν πως με αυτές τις πελώριες κατασκευές που ανεβαίνουν ως τα 600-900 μέτρα, κανείς αξιοπρεπής άνθρωπος δεν θα αποδεχόταν να ζει κάτω από τον 60ο όροφο, οπότε βλέπετε όλους αυτούς τους τεράστιους πυλώνες που υποστηρίζουν την αρχιτεκτονική και κάτω το δρόμο που, εκ των πραγμάτων, έγινε ουσιαστικά κάτι σαν υπόγειο, ένα αστικό υπόγειο…» (Andrew Abbott, On the edge of Blade Runner).

Η αισθητική του Blade Runner: ο ήχος

To Blade Runner βρίσκει τον Έλληνα συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου στην κορυφή της καριέρας του. Έχοντας ήδη κερδίσει ένα Oscar για τη μουσική του στο ιστορικό δράμα του H.Hudson, Chariots of Fire (1981), με ένα θέμα που σήμερα βρίσκεται μέσα στα κλασικά του παγκόσμιου κινηματογράφου, αποδέχεται την πρόκληση να γράψει το score για το Blade Runner αφήνοντας τη μουσική του να παίξει έναν τελείως διαφορετικό ρόλο σε αυτό το φιλμ σε σχέση με το προηγούμενο. Υπογράφοντας το 99% της μουσικής (το 1% ανήκει στον Gail Laughton για το Harps of Ancient Times που ακούγεται στη σκηνή με τους ποδηλάτες και στους Ensemble Nipponia για το Ogi no Mato) επιτυγχάνει μια σύμφυση ανάμεσα στον ήχο και την εικόνα, οριοθετεί και καθορίζει την ατμόσφαιρα της κάθε σκηνής και χρησιμοποιεί τα νέα τεχνολογικά μέσα της εποχής (όπως το ψηφιακό reverb 224 της Lexicon) για να ενσωματώσει τους ήχους του περιβάλλοντος στο score και το αντίστροφο.

Θα έλεγα ότι μπορούμε να εντοπίσουμε τέσσερις στιλιστικές κατηγορίες στο score του Blade Runner που είναι αριστοτεχνικά συνδεδεμένες μεταξύ τους:

Α. Το jazzy/bluesy φόντο που ξεχειλίζει λαγνεία και νοσταλγία και είναι σύνηθες στα film noir. Η σκηνή όπου ο J.F. Sebastian βρίσκει την Pris ανάμεσα στα σκουπίδια, η ερωτική σκηνή ανάμεσα στον Deckard και την Rachael ακόμα και η σκηνή όπου της αποκαλύπτει ότι είναι replicant, είναι ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Β. Τη φουτουριστική ηλεκτρονική μουσική βασισμένη στα synths που τόσο αρμόζει στην αισθητική των ταινιών Sci-Fi. Παραδειγματικά μπορούμε να αναφέρουμε την εναρκτήρια σκηνή, τη μυστηριώδη μουσική και τα bass-synth drones που έρχονται και φεύγουν στις σκηνές με το όνειρο με τον μονόκερω όπως και στις τελικές σκηνές μάχης ανάμεσα στον Deckard και τον Batty και φυσικά τη μουσική στους τίτλους τέλους.

Γ. Τη μουσική που συνοδεύει δραματικές κορυφώσεις και είναι εμπνευσμένη από το ορχηστρικό ρεπερτόριο. Παράδειγμα η σκηνή του θανάτου του Tyrell όπου η μουσική θυμίζει Βαγκνερική κορύφωση ή ο τόσο Μπετοβενικός ηρωικός θάνατος του Roy Batty.

Δ. Τη «διηγηματική μουσική» (diegetic music) που είναι μέσα στην ιστορία και αποτελεί κομμάτι της δράσης τη στιγμή που αυτή συμβαίνει παρά το συνοδευτικό της φόντο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σκηνές που η μουσική αντανακλά το city-speak: την ανάμιξη λέξεων και φράσεων διαφόρων ευρωπαϊκών γλωσσών και Ιαπωνικών που μιλούν ο Gaff και ο Deckard στην αρχή του φιλμ. Το μουσικό ανάλογο ακούγεται όταν ο Deckard κυνηγά την Zohra μέσα στα «κόκκινα φανάρια» με την Ισπανο-Ιαπωνική pop να παίζει στο φόντο ή αργότερα όταν ο Deckard μπαίνει στο night-club όπου κι ακούμε μια μίξη Αραβικής μουσικής και δυτικού electro-beat (Andrew Stiller, The Music in Blade Runner).

Το 1994 και μετά από πολλές διαρροές ηχητικού υλικού, έχουμε το επίσημο soundtrack της ταινίας υπογραμμένο από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Μια κυκλοφορία σε CD με 12 tracks από την East West (Warner Music) για το Ηνωμένο Βασίλειο και από την Atlantic Records για τις ΗΠΑ. Κάτι το ενδιαφέρον που αντιλαμβανόμαστε με αυτή την πολυ-αναμενόμενη κυκλοφορία είναι πως ο Vangelis είχε συνθέσει τη μουσική για το Blade Runner ως σουίτα, ως ένα από τα στουντιακά του έργα, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να ακουστεί ανεξάρτητα από την ταινία ως μια αυτόνομη instrumental δουλειά. Ένα ακόμα στοιχείο είναι πως στο φιλμ ακούμε μόνο ένα μέρος της μουσικής που ακούμε στο CD όπου φτάνει να έχει συνολική διάρκεια περί τα 58 λεπτά, ενώ την ίδια στιγμή δεν ακούμε όλο το score μέρη του οποίου έχουν παραληφθεί εντελώς.

Το 2007 υπήρξε μια νέα εκδοχή του soundtrack σε ένα τριπλό CD που ήρθε να «διορθώσει» κάποια από τα παραπάνω ζητήματα. Το πρώτο CD είναι ένα πανέμορφο remaster της κυκλοφορίας του 1994, γεγονός υπέροχο για τον ακροατή, το οποίο όμως δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της μουσικής που λείπει από τοscore. Στο δεύτερο CD βρίσκεται ο πραγματικός «θησαυρός» αφού περιλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος της μουσικής της ταινίας που δεν υπήρχε στην αρχική κυκλοφορία. Εδώ ακούμε τα μουσικά μέρη από την έρευνα στο σπίτι του Leo, όπως και τη διακριτική και τόσο συγκινητική σύνθεση που συνοδεύει τη σκηνή του θανάτου του Dr. Tyrell. Υπάρχουν και κάποια ακόμη bonus tracks για να καλύψουν λίγο παραπάνω το κενό που είχαμε από το score. Στο τρίτο και τελευταίο CD υπάρχουν κάποιες ιδέες, μακέτες και λίγο ακόμη μουσικό υλικό. Υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον track που ο Vangelis χρησιμοποιεί το λόγια του Scott που συνοδεύουν το Final Cut του φιλμ και τα επενδύει μουσικά με τα synths του…

Η μουσική επιρροή του φιλμ

Η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου στο Blade Runner άσκησε τεράστια επιρροή στην σκηνή ομολογουμένως σε καλλιτέχνες όπως οι Hans Berg, Gary Numan, Ikonika, Abayomi, Kuedo, Stuart Braithwaite, Hans Berg, Bjork κ.α. Ίσως ο λόγος για αυτή την τόσο στενή σχέση ανάμεσα στο Blade Runner και την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής ειδικά να έχει να κάνει με τον πυρήνα της θεματικής του φιλμ: Μια ιστορία για την αμφιθυμική σχέση του ανθρώπου ως δημιουργού με τη μηχανή ως δημιούργημα, η χρήση της οποίας διαμορφώνει με καθοριστικό τρόπο τους όρους ύπαρξης του πρώτου. Αυτή η διαλεκτική αντίφαση αποζητά την λύση της με τη μετάβαση σε μια νέα κατάσταση όπου ο άνθρωπος αναζητά μέσω της μηχανής την ολοκλήρωσή του, μια συνθήκη «πιο ανθρώπινη από την ανθρώπινη» (more human than human). Και τι πιο επιτυχημένο καλλιτεχνικό ανάλογο από την ηλεκτρονική μουσική, ένα είδος στο οποίο ο μουσικός καλείται να εκφράσει την συναισθηματική και αισθητική του περιπλοκότητα χρησιμοποιώντας κυρίως ηλεκτρονικά μέσα, την «πραγματική» φύση των οποίων (με την έννοια της γνώσης με ακρίβεια των εσωτερικών λειτουργειών ή των αρχών κατασκευής) μάλλον αγνοεί, αλλά μέσω των οποίων επιδιώκει την ψυχική και νοητική του πληρότητα.

Ωστόσο και η pop, η rock, ακόμη και η heavy metal δεν έμειναν ανεπηρέαστες από την αισθητική επιρροή του Blade Runner. Οι Stranglers έχουν ένα κομμάτι που λέγεται Time to Die, ενώ οι Therapy? ένα άλλο με τον τίτλο Meat Abstract, αλλά ας μείνουμε στους κοντινότερους μουσικούς μας συγγενείς: Στο οπισθόφυλλο του εμβληματικού άλμπουμ των Iron Maiden, Somewhere in Time (1986), βλέπουμε ένα σινεμά που λέγεται Philip K. Dick Cinema και στη ρεκλάμα του το έργο που παίζεται τιτλοφορείται “Live After Death – Blade Runner”. Ακριβώς πίσω από την αερογέφυρα όπου αναγράφονται μεταξύ άλλων τα τελευταία αθλητικά αποτελέσματα “latest results… West Ham 7…” υπάρχει ένα κτίριο με την επιγραφή “Tyrell Corp.”. Πιάστε τα βινύλια και τους μεγεθυντικούς φακούς σας! Και φυσικά από το δίσκο των Blink Guardian, Somewhere Far Beyond (1992) υπάρχει το πρώτο κομμάτι που λέγεται Time, What is Time? Επίσης επηρεασμένο από το φιλμ.

Και αναφέροντας ένα απόσπασμα από τους πανέμορφους στίχους του θα ήθελα να κλείσω αυτό το άρθρο:

Look into my eyes
Feel the fear just for a while
I’m a replicant and I love to live

Is it all over now
Only these years
I’ll leave but I’m singing…

Γιάννης Τζιάλλας
Διαδικτυακός Σύνδεσμος: Γιάννης Τζιάλλας – Επίσημη Σελίδα

This Post Has 10 Comments

  1. Dimos

    Τιμή για το περιοδικό να έχει τέτοιους ανθρώπους στις τάξεις του. Συγχαρητήρια είναι το λιγότερο που μπορώ να πω.

  2. Ραφαήλ

    Γιάννη εύγε ήσουν τα είπες λεπτομερώς σε ευχαριστούμε. Έχει καιρό που την είδα την ταινία αλλά κάποιες αναφορές συμφωνώ.

  3. Νικος Μαθιόπουλος

    Κατατοπιστικοτατο και εκτενές αρθρο- αφιέρωμα και το καλυτερο που έχω διαβάσει για την εν λόγω ταινία! Συγχαρητήρια για την πολύ καλη δουλειά! Ο κόσμος του Blade Runner ίσως κ να είναι προφητικός… Θα προσθέσω μερικές ακόμα εμπορικές ταινίες του ειδους όπως το I Robot με Will Smith, το Sin City κ το Nησι με τον Ewan Mc Gregor που μιλάει για την κλωνοποίηση. Άλλο ενα παραπλήσιο θέμα που θα πρέπει να θιχθει στη συγκεκριμένη στήλη! 😉 Κ παλι μπράβο!

    1. Νίκο εξαιρετικές ταινίες αυτές που αναφέρεις και υπάρχουν κι άλλες ακόμα. Θίγουν ζητήματα που σηκώνουν πραγματικά πολλή κουβέντα και δίνουν τροφή για σκέψη. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

  4. Alexandros S.

    Πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας και σχολιασμού αναφορικά με την ταινία! Συγχαρητήρια Γιάννη για την φοβερή δουλειά σου! UP THE IRONS!!!

  5. Φανουρης

    Θα γίνω η παραφωνία και θα πω ότι σε αντίθεση με το κείμενο του Γιάννη που είναι (όπως πάντα προσεγμένο πολυ), η ταινια δεν μου είπε κ πολλά πράγματα.. (το UP THE IRONS από πανω μ’ έκανε να σε εκτιμήσω ακόμα παραπάνω)

    1. 🙂

      Υπάρχουν σίγουρα λόγοι να μην σου αρέσει. Το καταλαβαίνω. Έχει να κάνει νομίζω με το που εστιάζεις. Εμένα με μάγεψε η φωτογραφία και το score αρχικά τα άλλα ήρθαν μετά με το βιβλίο του Dick και με διάφορα προσωπικά γεγονότα στη ζωή μου που σχετίζονται με την ταινία, π.χ. έγινε η αιτία να γνωρίσω από κοντά τον Βαγγέλη, να κάνω το μτπχ μου στη μουσική για σινεμά κλπ.
      Είναι λίγο σαν κάτι δίσκους που τους έχεις ακούσει μικρός και έχουν γίνει ένα με σένα πια. Παράδειγμα αν μου πεις γιατί θεωρώ το somewhere in time κορυφαίο άλμπουμ, θα δυσκολευτώ πάρα πολύ να βάλω σε λόγια κ επιχειρήματα το γιατί. Δεν μπορώ να πάρω την απαιτούμενη απόσταση για να το κρίνω αντικειμενικά γιατί είναι κομμάτι της εφηβείας μου σε βαθμό που πια είμαι εγώ. Κάπως έτσι μου συμβαίνει κ με το συγκεκριμένο φιλμ.

Αφήστε μια απάντηση