Χρονολογία: 2021
Συνολική Διάρκεια: 70:19
Εταιρεία: Inside Out
Δέκατη πέμπτη ολοκληρωμένη δουλειά για τους τιτάνες του Progressive Metal, και κάθε άλλο παρά απαρατήρητη θα μπορούσε να περάσει. Δείγματα γραφής σχετικά με τις διαθέσεις των πολυάσχολων μελών της μπάντας είχαν ήδη γίνει γνωστά με τις κυκλοφορίες του προσωπικού άλμπουμ του John Petrucci, καθώς και του πρόσφατου άλμπουμ των LIQUID TENSION EXPERIMENT νωρίτερα μέσα στη χρονιά. Έπειτα από τόση εργασιομανία, ήταν φυσικό τα αυτιά και τα μάτια μας να είναι καρφωμένα στην είδηση της κυκλοφορίας του «A View From The Top Of The World».
Το κεφάλαιο DREAM THEATER μου είναι αρκετά οικείο. Τα «Images And Words» και «Metropolis Part II: Scenes From A Memory», αποτελούν για μένα εκ των κορυφαίων άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής που αγαπάμε, και μάλιστα λιγότερο για την τεχνική τους αρτιότητα, αλλά πολύ περισσότερο για το συναισθηματικό και εν γένει το ολιστικό βάρος τους ως μουσικών έργων.
Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία δεκαετία άρχισα να βλέπω την μπάντα με άλλο μάτι. Η φυγή του Portnoy σηματοδότησε μία νέα εποχή για το γκρουπ, στερώντας του έναν σημαντικό συνθέτη, και αυτό φάνηκε αρκετά στις τρεις προηγούμενες δουλειές τους, οι οποίες, αν και τεχνικά παρέμεναν σε πολύ υψηλό επίπεδο, εντούτοις σταμάτησαν να μιλούν στην καρδιά, όντας παραπάνω φλύαρες από ότι έπρεπε, διχάζοντας μέρος του κοινού τους.
Πάμε όμως στα του «A View From The Top Of The World». Κρατώ στα χέρια μου την digipack έκδοση του cd και βρίσκω το όλο στυλιστικό/γραφιστικό κομμάτι πρώτα απ’ όλα αρκετά ιδιαίτερο (μας έχουν συνηθίσει σε αυτό οι DREAM THEATER). Επιπλέον, ενώ συνήθως η προσέγγισή τους με αγχώνει, ξέρετε, με όλα αυτά τα δυστοπικά – τεχνολογικού τύπου εξώφυλλα, αυτή τη φορά μπορώ να πω ότι η χρήση του φυσικού τοπίου προσδίδει απλότητα, γαλήνη και ηρεμία. Μέσα στο 16σέλιδο booklet μπορεί κανείς να βρει ένα εναλλακτικό εξώφυλλο, στίχους, διάφορα ανάλογα όμορφα γραφιστικά και πλούσιο περιεχόμενο σε credits και ευχαριστίες. Top class.
Στο μουσικό κομμάτι τώρα, θα παρατηρούσα ότι οι Αμερικάνοι μας δίνουν έναν σαφώς πιο «εύπεπτο» δίσκο από το προηγούμενο «Distance Over Time». To άλμπουμ ξεκινά με δύο από τις καλύτερες στιγμές του, τα «Alien» και «Answering The Call». Μπάσιμο για το εναρκτήριο «Alien» με ένα δυνατό ριφ, εθιστικά μελωδικά σημεία με κιθάρες και πλήκτρα να δένουν αρμονικά, ενώ ο James LaBrie παρουσιάζεται σταθερός, λιγάκι προβλέψιμος αλλά overall υποστηρίζει αρκετά καλά το σύνολο. Solo σε γαλαξιακό τόνο, όμορφη σταδιακή κορύφωση και έτσι οι DREAM THEATER μας χαρίζουν ένα από τα πιο πειστικά εναρκτήρια κομμάτια των τελευταίων άλμπουμ τους.
Το «Answering The Call» θαρρείς και αποτελεί κομμάτι βγαλμένο από το «Octavarium». Φανταστική μελωδική και ανάλαφρη εισαγωγή, τα κουπλέ είναι υπέροχα, οι γέφυρες προσδίδουν άλλη ομορφιά (Rudess και Petrucci «ζωγραφίζουν») και η ερμηνεία στο ρεφρέν απογειώνει συνολικά το τραγούδι. Ίσως το πιο «εμπορικό» (με την καλή έννοια) κομμάτι του άλμπουμ.
Το «Invisible Monster» είναι μια μέτρια στιγμή. Πέρα από το όμορφο solo του Petrucci, ακούγεται μονότονο, προβλέψιμο και άνευρο. Αρκετά safe για DREAM THEATER, και το ρεφρέν του απλά βαρετό.
Τα πράγματα έρχονται στη θέση τους με το δεκάλεπτο «Sleeping Giant», όπου ο Jordan Rudess αποδεικνύει γιατί συγκαταλέγεται στους κορυφαίους keyboard players στον κόσμο. Καταλυτική συνεισφορά από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα του κομματιού, όμορφες εναλλαγές, επιτέλους ένας LaBrie που δεν κουράζει και που είναι 100% «μέσα στο κομμάτι». Αυτή εδώ είναι η κορυφαία κατά τη γνώμη μου σύνθεση του δίσκου.
Το «Transcending Time» θα το χαρακτήριζα ζωηρό, με όμορφο ρεφρέν και νοσταλγικό τόνο, σίγουρα από τις καλές στιγμές του άλμπουμ, αν και δε διαθέτει κάτι ιδιαίτερα ξεχωριστό που να έχει αυτό το «wow feeling». Πάλι κάτι με σπρώχνει πίσω στο «Octavarium», ίσως για αυτό να μου άρεσε τόσο πολύ.
Την απλοϊκότητα του «Transcending Time» διαδέχεται η πολυπλοκότητα του «Awaken The Master». Δυναμικές ριφογραμμές, εξαιρετικά τύμπανα από τον Mangini και γενικά μία διάθεση για τζαμάρισμα υψηλής τεχνικής και ποιότητας. Το μόνο που είναι εμφανώς πίσω, είναι η ερμηνεία του LaBrie, την οποία θεωρώ μονότονη και αρκετά «basic» για το κομμάτι.
Για το τέλος, δε θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι άλλο από μία μακρυσκελή σύνθεση. Το ομότιτλο κομμάτι αποτελεί μία πολύ καλή στιγμή, και περιλαμβάνει τα πάντα. Τεχνική και επίκληση στο συναίσθημα εναλλάσσονται περίτεχνα μέσα από δυναμικές γκρούβες, high class τζαμαρίσματα, χαλαρά ακουστικά μέρη και νοσταλγικού τύπου μελωδίες. Αν και σε σημεία μπορώ να πω ότι κάνει κάποιες μικρές «κοιλιές», γενικά το επίπεδο είναι πολύ υψηλό.
Συμπερασματικά, η νέα δουλειά των DREAM THEATER έχει αναμφίβολα θετικό πρόσημο. Αποτελεί δε κατά τη γνώμη μου την καλύτερη δουλειά της μπάντας από τον ερχομό του Mangini κι έπειτα. Το άλμπουμ προσεγγίζεται στην ολότητά του, και σε κερδίζει, αν έχεις υπομονή και διάθεση για επαναλαμβανόμενα ακούσματα. Αυτό που όμως θα ήθελα να επισημάνω βάζοντας τον σχετικό αστερίσκο, είναι ότι η μπάντα πλέον δείχνει να έχει σταματήσει να πειραματίζεται, ακολουθεί με άλλα λόγια την πεπατημένη και αυτό αποτελεί σύμπτωμα τουλάχιστον στα τελευταία τέσσερα άλμπουμ της. Επιπλέον, αν και ο LaBrie καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες και έχει κάποιες εξαιρετικές ερμηνείες, είναι σε κάποια σημεία λιγάκι πίσω σε σχέση με το οργανικό κομμάτι. Συνολικά πάντως μιλάμε για μία αρκετά καλή δουλειά και οι φίλοι της prog δε θα απογοητευτούν σε καμία περίπτωση.
Βαθμολογία: 7,5/10
Συντάκτης: Κώστας Καφρίτσας
Διαδικτυακός Σύνδεσμος: DREAM THEATER – Επίσημη Σελίδα
Κώστα ωραία κριτική και διάβασα με ενδιαφέρον την ανάλυσή σου.
Προσωπικά παρακολουθώ τους DT από το 1992 κ σίγουρα είναι από τις μπάντες που λατρεύω να μισώ και ν’αγαπώ. Η δισκογραφία τους σίγουρα διχάζει τους οπαδούς κι έτσι δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί «αντικειμενικά» μια κυκλοφορία τους. Υποκειμενικά λοιπόν μιλώντας, το άλμπουμ δεν μου μίλησε. Βαρέθηκα εντελώς και απογοητεύτηκα τρομερά καθώς είχα λατρέψει το Distance Over Time, το οποίο θεωρώ πως ήταν πιο μελωδικό, χωρίς μαστουρμπέισο σόλοιν με τον Μανζινι επιτέλους ενσωματωμένο στον ήχο της μπάντας και με στίχο κοντά σε ο,τι καλύτερο είχαν γράψει τη μετα-Portnoy περίοδο.
Είχα πολλές ελπίδες που δυστυχώς πνίγηκαν στα tutti των μουσιαντάν.